ἐγκακέω
English (LSJ)
A behave remissly in a thing, ἐνεκάκησαν τὸ πέμπειν they culpably omitted to send, Plb.4.19.10, cf. Thd.Pr.3.11, Sm.Ge.27.46: c. part., τὸ καλὸν ποιοῦντες μὴ ἐγκακῶμεν Ep.Gal.6.9: abs., Ev.Luc. 18.1, al., cf. BGU1043.3 (iii A. D.); cf. ἐκκακέω.
II ἐγκακοῦμεν· ὑψοῦμεν, Hsch.
Spanish (DGE)
• Grafía: graf. frec. en pap. ἐνκ-
I 1obrar negligentemente, descuidar τὸ ... πέμπειν τὰς βοηθείας ... ἐνεκάκησαν Plb.4.19.10.
2 tratar mal (τὴν θυγατέρα) PPetaus 29.12 (II d.C.), en v. pas. ἐγκακηθέντα καὶ θλιβέντα PLond.1708.92 (VI d.C.), cf. PMasp.re.5.13 (VI d.C.).
II intr.
1 desesperar, perder la confianza (παραβολή) πρὸς τὸ δεῖν πάμποτε προσεύχεσθαι αὐτοὺς καὶ μὴ ἐ. Eu.Luc.18.1, αἰτοῦμαι μὴ ἐ. ἐν ταῖς θλίψεσίν μου ὑπὲρ ὑμῶν Ep.Eph.3.13, μὴ ἐγκακήσητε καλοποιοῦντες 2Ep.Thess.3.13, cf. 2Ep.Cor.4.1, Hsch.
•en constr. pred. τὸ δὲ καλὸν ποιοῦντες μὴ ἐγκακῶμεν Ep.Gal.6.9.
2 rechazar, aborrecer ἐγκαταλειφθήσεται ἡ γῆ, ἀφ' ἧς σὺ ἐγκακεῖς Sm.Is.7.16, cf. Ge.27.46, Thd.Pr.3.11, Eus.DE 7.1 (p.307.1).
3 desanimarse, sentir miedo ante la adversidad μὴ ὡς αἱ ὠδίνουσαι, ἐγκακῶμεν 2Ep.Clem.2.
German (Pape)
[Seite 704] sich wobei schlecht benehmen, übel befinden, LXX; Pol. 4, 19, 10 τὸ πέμπειν τὰς βοηθείας ἐνεκάκησαν, = unterließen sie aus Schlechtigkeit.
French (Bailly abrégé)
ἐγκακῶ :
1 tr. agir mal, être en faute, commettre une négligence;
2 intr. être maltraité, être dans une situation pénible ; se décourager.
Étymologie: ἐν, κακός.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκᾰκέω: из низости или по злобе воздерживаться (от чего-л.): τὸ πέμπειν τὰς βοηθείας ἐνεκάκησαν Polyb. (лакедемоняне) умышленно не прислали помощи.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκᾰκέω: κακῶς φέρομαι, εἴς τι πρᾶγμα, ἐνεκάκησαν τὸ πέμπειν, κακῶς ποιοῦντες παρέλειψαν νὰ πέμψωσι, Πολύβ. 4. 19, 10· συχνάκις ἐν τῇ Καιν. Διαθ.· πρβλ. ἐκκακέω.
Greek Monotonic
ἐγκᾰκέω: μέλ. -ήσω (κακός), αποθαρρύνομαι, δειλιάζω, κουράζομαι, βαριέμαι, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
fut. ήσω κακός
to lose heart, grow weary, NTest.
Chinese
原文音譯:™kkakšw 誒克-卡咳哦
詞類次數:動詞(6)
原文字根:出去-邪惡 相當於: (קוּץ)
字義溯源:軟弱,灰心,沮喪,喪膽,喪志;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(κακός)*=卑劣的)組成。註:編號 (ἐγκακέω)與 (ἐγκακέω / ἐκκακέω)意義相似,譯文編號時有混淆
出現次數:總共(4);林後(2);加(1);帖後(1)
譯字彙編:
1) 我們⋯喪膽(2) 林後4:1; 林後4:16;
2) 喪志(2) 加6:9; 帖後3:13