Anonymous

ψακάς: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_14)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψᾰκάς''': μεταγεν. καὶ (κατὰ Μοῖριν 439) ἧττον Ἀττικ. ψεκάς, άδος, ἡ· (ψάω)· ― μικρόν τι [[τεμάχιον]] διὰ τῆς τριβῆς ἀποχωρισθέν, [[κόκκος]] [[μικρός]], [[ψιχίον]], [[μόριον]], ἀργυρίου [[μηδὲ]] [[ψακάς]], [[μηδὲ]] [[κόκκος]] ἀργυρίου, ὡς τὸ [[μηδὲ]] γρῦ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 121· ὡς περιληπτικόν, ψάμμου ψεκάς, [[κόκκος]] ἄμμου, Ἀνθ. Π. 12. 145· [[ἀλλά]], ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ὑγρῶν, μικρὰ σταγὼν βροχῆς, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 4, 5· [[ὅταν]] μὲν κατὰ μικρὰ μόρια φέρηται, ψακάδες, [[ὅταν]] δὲ κατὰ μείζω μόρια, ὑετὸς καλεῖται [[αὐτόθι]] 1. 9, 6, πρβλ. 1. 12, 3· κατὰ τὸ πλεῖστον ὡς περιληπτικόν, [[βροχή]], λεπτή, «ψηχάλα», ψακὰς δὲ λήγει, δηλ. [[μεγάλη]] βροχὴ ([[ὄμβρος]]) ἐπέρχεται, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1534· ἀντίθετον τῷ [[ὑετός]], Ξεν. Κυνηγ. 5, 4· ὔσθησαν αἱ [[Θῆβαι]] ψακάδι Ἡρόδ. 3. 10 ([[ὅπερ]] ὁ Αἰλ. ἐκφέρει διὰ τοῦ ῥανίδες λεπταί)· ― [[καθόλου]], [[βροχή]], ὑπὸ στέγῃ πυκνῆς ἀκοῦσαι ψακάδος Σοφ. Ἀποσπ. 563, πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 2, Ἀριστοφ. Θεσμ. 856· ― φοίνισσα [[ψακάς]], βροχὴ αἵματος, Σιμωνίδ. 111· βάλλει μ’ ἐρεμνῇ ψακάδι φοινίας δρόσου Αἰσχύλ. Ἀγ. 1390. 2) κωμικὸν [[ὄνομα]] ἀνθρώπου οὗ ἐκφεύγει τὸ [[σίαλον]] κατὰ τὴν ὁμιλίαν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1150, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 760.
|lstext='''ψᾰκάς''': μεταγεν. καὶ (κατὰ Μοῖριν 439) ἧττον Ἀττικ. ψεκάς, άδος, ἡ· (ψάω)· ― μικρόν τι [[τεμάχιον]] διὰ τῆς τριβῆς ἀποχωρισθέν, [[κόκκος]] [[μικρός]], [[ψιχίον]], [[μόριον]], ἀργυρίου [[μηδὲ]] [[ψακάς]], [[μηδὲ]] [[κόκκος]] ἀργυρίου, ὡς τὸ [[μηδὲ]] γρῦ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 121· ὡς περιληπτικόν, ψάμμου ψεκάς, [[κόκκος]] ἄμμου, Ἀνθ. Π. 12. 145· [[ἀλλά]], ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ὑγρῶν, μικρὰ σταγὼν βροχῆς, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 4, 5· [[ὅταν]] μὲν κατὰ μικρὰ μόρια φέρηται, ψακάδες, [[ὅταν]] δὲ κατὰ μείζω μόρια, ὑετὸς καλεῖται [[αὐτόθι]] 1. 9, 6, πρβλ. 1. 12, 3· κατὰ τὸ πλεῖστον ὡς περιληπτικόν, [[βροχή]], λεπτή, «ψηχάλα», ψακὰς δὲ λήγει, δηλ. [[μεγάλη]] βροχὴ ([[ὄμβρος]]) ἐπέρχεται, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1534· ἀντίθετον τῷ [[ὑετός]], Ξεν. Κυνηγ. 5, 4· ὔσθησαν αἱ [[Θῆβαι]] ψακάδι Ἡρόδ. 3. 10 ([[ὅπερ]] ὁ Αἰλ. ἐκφέρει διὰ τοῦ ῥανίδες λεπταί)· ― [[καθόλου]], [[βροχή]], ὑπὸ στέγῃ πυκνῆς ἀκοῦσαι ψακάδος Σοφ. Ἀποσπ. 563, πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 2, Ἀριστοφ. Θεσμ. 856· ― φοίνισσα [[ψακάς]], βροχὴ αἵματος, Σιμωνίδ. 111· βάλλει μ’ ἐρεμνῇ ψακάδι φοινίας δρόσου Αἰσχύλ. Ἀγ. 1390. 2) κωμικὸν [[ὄνομα]] ἀνθρώπου οὗ ἐκφεύγει τὸ [[σίαλον]] κατὰ τὴν ὁμιλίαν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1150, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 760.
}}
{{bailly
|btext=άδος (ἡ) :<br />toute chose menue, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> grain, miette, parcelle;<br /><b>2</b> goutte de pluie ; pluie ; <i>particul.</i> petite pluie fine.<br />'''Étymologie:''' [[ψάω]].
}}
}}