Anonymous

ἀμφίκυρτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφίκυρτος''': -ον, ὁ [[ἑκατέρωθεν]] [[κυρτός]], ὡς ἡ [[σελήνη]] κατὰ τὸ τρίτον αὑτῆς τέταρτον, Ἀριστ. Οὐρ. 2. 11, 2, Θεοφρ. περὶ σημ. ὑδ. 4. 7, Πλούτ., κτλ., πρβλ. [[μηνοειδής]], διχότομος.
|lstext='''ἀμφίκυρτος''': -ον, ὁ [[ἑκατέρωθεν]] [[κυρτός]], ὡς ἡ [[σελήνη]] κατὰ τὸ τρίτον αὑτῆς τέταρτον, Ἀριστ. Οὐρ. 2. 11, 2, Θεοφρ. περὶ σημ. ὑδ. 4. 7, Πλούτ., κτλ., πρβλ. [[μηνοειδής]], διχότομος.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à deux cornes (lune au premier quartier).<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[κυρτός]].
}}
}}