διαμαστροπεύω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_2)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαμαστροπεύω''': [[μεσιτεύω]] πρὸς ἀτιμίαν, [[προαγωγεύω]], δ. τὴν ἡγεμονίαν γάμοις, πωλῶ τὸ [[κράτος]] ἀντὶ γάμου, Πλούτ. Καίσ. 14.
|lstext='''διαμαστροπεύω''': [[μεσιτεύω]] πρὸς ἀτιμίαν, [[προαγωγεύω]], δ. τὴν ἡγεμονίαν γάμοις, πωλῶ τὸ [[κράτος]] ἀντὶ γάμου, Πλούτ. Καίσ. 14.
}}
{{bailly
|btext=prostituer.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[μαστροπεύω]].
}}
}}