διαμαστροπεύω
Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann
English (LSJ)
prostitute, pander: metaph. in Pass., γάμοις διαμαστροπευομένης τῆς ἡγεμονίας = the command having been bargained away by a marriage, Plu.Caes.14.
Spanish (DGE)
prostituir fig., en v. pas. γάμοις διαμαστροπευομένης τῆς ἡγεμονίας = prostituido el supremo poder con bodas Plu.Caes.14, cf. App.BC 2.14.
German (Pape)
[Seite 589] verkuppeln; ἡγεμονία γάμοις διαμαστροπευομένης τῆς ἡγεμονίας Plut. Caes. 14, der Oberbefehl wird durch eine Heirat vergeben.
French (Bailly abrégé)
prostituer.
Étymologie: διά, μαστροπεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-μαστροπεύω koppelen; overdr.: γάμοις διαμαστροπευομένης τῆς ἡγεμονίας = nu de leiding van de staat door huwelijken versjacherd wordt Plut. Caes. 14.8.
Russian (Dvoretsky)
διαμαστροπεύω: сводничать: γάμοις διαμαστροπευομένη ἡγεμονία Plut. ирон. власть, полученная путем брака.
Greek (Liddell-Scott)
διαμαστροπεύω: μεσιτεύω πρὸς ἀτιμίαν, προαγωγεύω, δ. τὴν ἡγεμονίαν γάμοις, πωλῶ τὸ κράτος ἀντὶ γάμου, Πλούτ. Καίσ. 14.
Greek Monotonic
διαμαστροπεύω: μέλ. -σω, προάγω σε ατιμία, προωθώ, εκπορνεύω, διαφθείρω· δ. τὴν ἡγεμονίαν γάμοις, ξεπουλώ το κράτος με ένα γάμο, σε Πλούτ.
Middle Liddell
fut. σω
to pander, δ. τὴν ἡγεμονίαν γάμοις to bargain away the empire by a marriage, Plut.
Translations
(make one a) prostitute
Danish: tvinge ind i prostitution; Finnish: saattaa häpeään, prostituoida; Galician: prostituír; German: prostituieren; Greek: βγάζω στην πιάτσα, βγάζω στο κλαρί, βγάζω στο κουρμπέτι, βγάζω στο πεζοδρόμιο, εκδίδω, εκπορνεύω; Ancient Greek: διαμαστροπεύω, καταπορνεύω, μαστροπεύω, μαυλίζω, πορνεύω, προαγωγεύω; Latin: prostituo; Latvian: prostituēt; Macedonian: проституира; Polish: prostytuować, sprostytuować; Portuguese: prostituir; Romanian: prostitua; Spanish: prostituir; Swahili: ukahaba