Anonymous

βουδόρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βουδόρος''': -ον, ([[δέρω]]) ὁ δέρων, ἐκδέρων [[βοῦς]], βασανίζων αὐτούς, Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 502. ΙΙ. ὡς οὐσιαστικ., [[μάχαιρα]] πρὸς ἐκδοράν, Βάβρ. 97. 7.
|lstext='''βουδόρος''': -ον, ([[δέρω]]) ὁ δέρων, ἐκδέρων [[βοῦς]], βασανίζων αὐτούς, Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 502. ΙΙ. ὡς οὐσιαστικ., [[μάχαιρα]] πρὸς ἐκδοράν, Βάβρ. 97. 7.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> où l’on écorche les bœufs;<br /><b>2</b> ὁ [[βουδόρος]] couteau pour écorcher les bœufs.<br />'''Étymologie:''' [[βοῦς]], [[δέρω]].
}}
}}