βουδόρος
English (LSJ)
βουδόρον, (δέρω)
A flaying oxen, galling, Hes.Op.504 (βούδορα codd., βουδόρα Sch.T.ll.17.550, cf. Eust.1117.53).
II for flaying, μάχαιρα Babr.97.7: as substantive, Hsch., prob. in Tim.Pers.28.
2 prov., βουδόρῳ νόμῳ of those who deserve flaying, Diogenian.3.66.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): βούδορος Eust.1117.53
1 desollador de bueyes, apto para desollar bueyes ἤματα Hes.Op.504, Sch.Er.Il.17.550, μάχαιραι Babr.97.7, en el inventario de objetos de un santuario IG 13.405.9 (V a.C.)
•prov. βουδόρῳ νόμῳ dicho de los que merecen ser desollados, Diogenian.1.3.66, Phot.β 225, Hsch.
2 de cuero de buey ἐν ἀποτομάσι βουδόροισι en astiles (con correas) de cuero de buey Tim.15.28, cf. βουδόρῳ· ἀσκῷ Hsch.
German (Pape)
[Seite 456] Rinder schindend, aufreibend, Hes. O. 502 ἤματα.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 où l'on écorche les bœufs;
2 ὁ βουδόρος couteau pour écorcher les bœufs.
Étymologie: βοῦς, δέρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βουδόρος -ον βοῦς, δέρω om ossen te villen.
Russian (Dvoretsky)
βουδόρος: II ὁ нож для сдирания бычачьих шкур Babr.
обдирающий быков, т. е. мучительный для скота (ἤματα Hes.).
Greek Monolingual
βουδόρος, -ον (Α)
1. αυτός που γδέρνει βόδια
2. ως ουσ. ειδικό μαχαίρι για το γδάρσιμο των βοδιών
3. φρ. «βουδόρῳ νόμῳ» — γι' αυτούς που τους αξίζει να τους γδάρουν ζωντανούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + -δόρος < δορά < δέρω].
Greek Monotonic
βουδόρος: -ον (δέρω),
I. αυτός που γδέρνει, που βασανίζει τα βόδια, σε Ησίοδ.
II. ως ουσ., το μαχαίρι που χρησιμοποιείται για την εκδορά των βοδιών, σε Βάβρ.
Greek (Liddell-Scott)
βουδόρος: -ον, (δέρω) ὁ δέρων, ἐκδέρων βοῦς, βασανίζων αὐτούς, Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 502. ΙΙ. ὡς οὐσιαστικ., μάχαιρα πρὸς ἐκδοράν, Βάβρ. 97. 7.
Middle Liddell
δέρω
I. flaying oxen, Hes.
II. as substantive a knife for flaying, Babr.