Anonymous

ὄλβος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὄλβος''': ὁ, [[εὐτυχία]], [[εὐδαιμονία]], πᾶν ὅ,τι ἀνήκει εἰς εὐδαίμονα βίον, ἰδίως ἐπὶ κοσμικῆς εὐτυχίας, [[πλοῦτος]], [[ἀφθονία]], ἀλλ’ οὔ μοι τοιοῦτον ἐπέκλωσαν θεοὶ ὄλβον Ὀδ. Γ. 208, πρβλ. Δ. 208· [[Ζεὺς]] δὲ αὐτὸς νέμει ὄλβον… ἀνθρώποισιν Ζ. 188· ὄλβῳ τε πλούτῳ τε Ἰλ. Π. 596, Ὀδ. Ξ. 206· συχνὸν παρὰ Πινδ. καὶ τοῖς Τραγ., [[οἷον]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 164, 252, 709, κ. ἀλλ.· ὁ πρὶν παλαιὸς ὄ. Σοφ. Ο. Τ. 1282· σπαν. ἐν τῷ πληθ., ἐν Διὸς κήποις ἀροῦσθαι.. εὐδαίμονας ὄλβους ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 298. ― Λέξις ποιητ. ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ. 1. 86, Ξεν. Κύρ. 1. 5. 9., 4. 2, 44 καὶ 46. (Ἴδε ἐν λ. [[οὔλω]]).
|lstext='''ὄλβος''': ὁ, [[εὐτυχία]], [[εὐδαιμονία]], πᾶν ὅ,τι ἀνήκει εἰς εὐδαίμονα βίον, ἰδίως ἐπὶ κοσμικῆς εὐτυχίας, [[πλοῦτος]], [[ἀφθονία]], ἀλλ’ οὔ μοι τοιοῦτον ἐπέκλωσαν θεοὶ ὄλβον Ὀδ. Γ. 208, πρβλ. Δ. 208· [[Ζεὺς]] δὲ αὐτὸς νέμει ὄλβον… ἀνθρώποισιν Ζ. 188· ὄλβῳ τε πλούτῳ τε Ἰλ. Π. 596, Ὀδ. Ξ. 206· συχνὸν παρὰ Πινδ. καὶ τοῖς Τραγ., [[οἷον]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 164, 252, 709, κ. ἀλλ.· ὁ πρὶν παλαιὸς ὄ. Σοφ. Ο. Τ. 1282· σπαν. ἐν τῷ πληθ., ἐν Διὸς κήποις ἀροῦσθαι.. εὐδαίμονας ὄλβους ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 298. ― Λέξις ποιητ. ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ. 1. 86, Ξεν. Κύρ. 1. 5. 9., 4. 2, 44 καὶ 46. (Ἴδε ἐν λ. [[οὔλω]]).
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />bonheur, <i>particul.</i><br /><b>1</b> bonheur matériel, félicité, jouissance de la fortune;<br /><b>2</b> richesses.<br />'''Étymologie:''' R. Ἀλφ, obtenir ; c. [[ἀλφάνω]], cf. <i>lat.</i> labor.
}}
}}