Anonymous

ἴνδαλμα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἴνδαλμα''': τό, [[μορφή]], [[εἰκών]], [[ὁμοίωμα]], Λατ. species, Αἰλ. π. Ζ. 17. 35, Ἀνθ. Π. 5. 251, Λουκ., κλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἰνδάλματα· φαντάσματα, ἀφομοιώματα, εἰκόνες».
|lstext='''ἴνδαλμα''': τό, [[μορφή]], [[εἰκών]], [[ὁμοίωμα]], Λατ. species, Αἰλ. π. Ζ. 17. 35, Ἀνθ. Π. 5. 251, Λουκ., κλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἰνδάλματα· φαντάσματα, ἀφομοιώματα, εἰκόνες».
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />image, forme, apparence.<br />'''Étymologie:''' [[ἰνδάλλομαι]].
}}
}}