Anonymous

παραλογιστικός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραλογιστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ ἀπατᾶν ἢ πλανᾶν, Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 29, π. Σοφ. Ἐλέγχ. 11, 12. Ἐπίρρ. -κῶς, [[Πολυδ]]. Θ΄, 135.
|lstext='''παραλογιστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ ἀπατᾶν ἢ πλανᾶν, Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 29, π. Σοφ. Ἐλέγχ. 11, 12. Ἐπίρρ. -κῶς, [[Πολυδ]]. Θ΄, 135.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne l’art de tromper par des raisonnements captieux.<br />'''Étymologie:''' [[παραλογίζομαι]].
}}
}}