Anonymous

ἐκτραχηλίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκτρᾰχηλίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, [[κυρίως]] ἐπὶ ἵππου, [[ῥίπτω]] τὸν ἀναβάτην [[ὑπεράνω]] τῆς κεφαλῆς μου, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 8. Πλούτ. 2. 58F: [[καθόλου]], [[θραύω]] τινὸς τὸν τράχηλον, Ἀριστ. Λυσ. 705: - Παθ., [[θραύω]] τὸν ἴδιόν μου τράχηλον, Ἀριστοφ. Νεφ. 1501, Πλ. 70˙ μεταφ., Δημ. 124. 7. ΙΙ. ὁμιλῶ [[μετὰ]] στόμφου, Ἑρμογ. Περὶ Σεμνότητος.
|lstext='''ἐκτρᾰχηλίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, [[κυρίως]] ἐπὶ ἵππου, [[ῥίπτω]] τὸν ἀναβάτην [[ὑπεράνω]] τῆς κεφαλῆς μου, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 8. Πλούτ. 2. 58F: [[καθόλου]], [[θραύω]] τινὸς τὸν τράχηλον, Ἀριστ. Λυσ. 705: - Παθ., [[θραύω]] τὸν ἴδιόν μου τράχηλον, Ἀριστοφ. Νεφ. 1501, Πλ. 70˙ μεταφ., Δημ. 124. 7. ΙΙ. ὁμιλῶ [[μετὰ]] στόμφου, Ἑρμογ. Περὶ Σεμνότητος.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἐξετραχήλισα;<br /><b>1</b> jeter à bas par-dessus son cou <i>en parl. d’un cheval</i>, désarçonner;<br /><b>2</b> rompre le cou ; <i>Pass.</i> se rompre le cou ; <i>fig.</i> plonger dans le malheur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[τράχηλος]].
}}
}}