3,277,206
edits
(6_1) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατολισθάνω''': (ἴδε ἐν λέξει [[ὀλισθάνω]])· Ἐπικ. ἀόρ. (ἀναύξ.) κατόλισθε, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 390·- ὀλισθαίνων [[καταπίπτω]] ἢ βυθίζομαι, καταντῶ, Στράβ. 204, κτλ.· ἐς [[πάθος]], εἰς ἔρωτα Λουκ. Ἀποκηρυττ. 28, Ἀλκίφρων 3. 62· εἰς τὸ βλάσφημον Αἰλ. παρὰ Σουΐδ.· εἰς πλοκάμους γυναικείους Κλήμ. Ἀλ. 289. | |lstext='''κατολισθάνω''': (ἴδε ἐν λέξει [[ὀλισθάνω]])· Ἐπικ. ἀόρ. (ἀναύξ.) κατόλισθε, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 390·- ὀλισθαίνων [[καταπίπτω]] ἢ βυθίζομαι, καταντῶ, Στράβ. 204, κτλ.· ἐς [[πάθος]], εἰς ἔρωτα Λουκ. Ἀποκηρυττ. 28, Ἀλκίφρων 3. 62· εἰς τὸ βλάσφημον Αἰλ. παρὰ Σουΐδ.· εἰς πλοκάμους γυναικείους Κλήμ. Ἀλ. 289. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=glisser, se laisser tomber ; <i>fig.</i> [[εἰς]] ἔρωτα tomber amoureux.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὀλισθάνω]]. | |||
}} | }} |