Anonymous

εὔρωστος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔρωστος''': -ον, ([[ῥώννυμι]]) ὑγιής, [[ἰσχυρός]], [[ῥωμαλέος]], Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 6· [[εὔρωστος]] τὸ [[σῶμα]] [[αὐτόθι]] 6. 1. 6· τῷ σώματι Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 123· τὴν ψυχὴν Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 4. ― Ἐπίρρ. -τως, Ξεν. Ἀγησ. 2. 24.
|lstext='''εὔρωστος''': -ον, ([[ῥώννυμι]]) ὑγιής, [[ἰσχυρός]], [[ῥωμαλέος]], Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 6· [[εὔρωστος]] τὸ [[σῶμα]] [[αὐτόθι]] 6. 1. 6· τῷ σώματι Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 123· τὴν ψυχὴν Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 4. ― Ἐπίρρ. -τως, Ξεν. Ἀγησ. 2. 24.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />fort, robuste, vigoureux;<br /><i>Cp.</i> εὐρωστότερος, <i>Sp.</i> εὐρωστότατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ῥώννυμι]].
}}
}}