Anonymous

διαπαίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_13a)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαπαίζω''': μέλλ. -ξομαι, [[παίζω]] [[μέχρι]] τέλους, ἀντίθ. [[σπουδάζω]], Ἰώσηπ. κατὰ Ἀπίων. 2. 37. - Παθ., παιδιὰ [[μέχρι]] [[δεῦρο]] διαπεπαισμένη Πλάτ. Νόμ. 769Α. ΙΙ. [[ἐμπαίζω]] τινά, περιγελῶ, μετ᾿ αἰτ., Πλούτ. 2. 79Β, Ἀρρ. Ἐπικτ. 2. 18, 22, πρβλ. Διογ. Λ. 8. 6.
|lstext='''διαπαίζω''': μέλλ. -ξομαι, [[παίζω]] [[μέχρι]] τέλους, ἀντίθ. [[σπουδάζω]], Ἰώσηπ. κατὰ Ἀπίων. 2. 37. - Παθ., παιδιὰ [[μέχρι]] [[δεῦρο]] διαπεπαισμένη Πλάτ. Νόμ. 769Α. ΙΙ. [[ἐμπαίζω]] τινά, περιγελῶ, μετ᾿ αἰτ., Πλούτ. 2. 79Β, Ἀρρ. Ἐπικτ. 2. 18, 22, πρβλ. Διογ. Λ. 8. 6.
}}
{{bailly
|btext=se jouer de, se moquer de.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[παίζω]].
}}
}}