3,274,754
edits
(6_6) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄλγος''': -εος, τὸ ποιητ. [[ὄνομα]], [[πόνος]] [[σωματικός]], Ἰλ. Ε. 394, Σοφ. Φ. 734, 1379· παρ’ Ὁμ. τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ. πόνοι, παθήματα, ἄλγεα τεύχει, Ἰλ. Α. 110· ἄλγ. πάσχων, Β. 667, καὶ ἀλλ. Πόνοι ψυχῆς, [[θλῖψις]], [[λύπη]], Ἰλ. Α. 2., Γ. 97, Ὀδ. Β. 41, κτλ.· τὴν δ’ ἅμα [[χάρμα]] καὶ [[ἄλγος]] ἕλε φρένα, Τ. 471· ἄλ. ἀεικέλιον, Ξ. 32· ἀνήκεστον, Ἰλ. Ε. 394, ἀλλὰ συχνότ. κατὰ πληθ., Ἰλ. Β. 39. καὶ ἀλλ., τὰ κύντατ’ ἄλγη κακῶν, Εὐρ. Ἱκ. 807· ὑπ’ ἄλγους, [[ἕνεκα]] πόνου, Αἰσχύλ. Εὐμ. 183· αἰσχύνας ἐμᾶς ὑπ’ ἀλγέων, ἐκ θλίψεως διὰ τὴν αἰσχύνην μου, Εὐρ. Ἑλ. 201. ΙΙ. μεταγεν., πᾶν ὅ,τι προξενεῖ πόνον, Βίων 2. 11, Ἀνθ. Π. 9. 390. (Ἐντεῦθεν, [[ἀλεγεινός]], [[ἀλγεινός]], [[ἀλγέω]], κτλ.: πρβλ. καὶ [[γλώσσαλγος]]). | |lstext='''ἄλγος''': -εος, τὸ ποιητ. [[ὄνομα]], [[πόνος]] [[σωματικός]], Ἰλ. Ε. 394, Σοφ. Φ. 734, 1379· παρ’ Ὁμ. τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ. πόνοι, παθήματα, ἄλγεα τεύχει, Ἰλ. Α. 110· ἄλγ. πάσχων, Β. 667, καὶ ἀλλ. Πόνοι ψυχῆς, [[θλῖψις]], [[λύπη]], Ἰλ. Α. 2., Γ. 97, Ὀδ. Β. 41, κτλ.· τὴν δ’ ἅμα [[χάρμα]] καὶ [[ἄλγος]] ἕλε φρένα, Τ. 471· ἄλ. ἀεικέλιον, Ξ. 32· ἀνήκεστον, Ἰλ. Ε. 394, ἀλλὰ συχνότ. κατὰ πληθ., Ἰλ. Β. 39. καὶ ἀλλ., τὰ κύντατ’ ἄλγη κακῶν, Εὐρ. Ἱκ. 807· ὑπ’ ἄλγους, [[ἕνεκα]] πόνου, Αἰσχύλ. Εὐμ. 183· αἰσχύνας ἐμᾶς ὑπ’ ἀλγέων, ἐκ θλίψεως διὰ τὴν αἰσχύνην μου, Εὐρ. Ἑλ. 201. ΙΙ. μεταγεν., πᾶν ὅ,τι προξενεῖ πόνον, Βίων 2. 11, Ἀνθ. Π. 9. 390. (Ἐντεῦθεν, [[ἀλεγεινός]], [[ἀλγεινός]], [[ἀλγέω]], κτλ.: πρβλ. καὶ [[γλώσσαλγος]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> douleur physique;<br /><b>2</b> douleur, peine, affliction.<br />'''Étymologie:''' R. Ἀλγ resserrer, contracter ; cf. <i>lat.</i> algeo, algidus. | |||
}} | }} |