3,274,522
edits
(6_13b) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σῑγάω''': μέλλ. -ήσομαι παρὰ τοῖς δοκίμοις, [[οἷον]] Σοφ. Ο. Κ. 113, 980, Ευρ. Βάκχ. 880, κτλ.· παρὰ μεταγεν. -ήσω Ἀνθ. Π. 9. 27, Δίων Χρ. (πρβλ. [[σιωπάω]])· -πρκμ. σεσίγηκα Αἰσχίν. 85. 9. - Παθ., μέλλ. σιγηθήσομαι Εὐρ. Ι.Τ. 1076· σεσιγήσομαι Πλάτ. Ἐπιστ. 311C· ἀόρ. ἐσιγήθην Εὐρ. Ἱκέτ. 298, Αἰσχίν. 39. 28· πρκμ. σεσίγημαι, ἴδε κατωτ.· ([[σιγή]]). Εἶμαι σιωπηλὸς ἢ [[ἥσυχος]], σιωπῶ, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρ. μόνον ἐν τῇ προστ. σίγα, σιώπα, ἡσύχαζε! Ἰλ. Ξ. 90, Ὀδ. Ρ. 203· σιγᾶν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 93, Ἡρόδ. 8. 61, 110· ἀλλὰ [[συχν]]. παρὰ Πινδ. ἐν Ν. 10. 53, Αἰσχύλ. Πρ. 198, κτλ.· σ. [[περί]] τινος Εὐρ. Ἱππ. 312, [[πρός]] τινα Πλάτ. Φαῖδρ. 276Α· [[πρός]] τι, ἔν τινι Ξεν. Κύρ. 5. 5, 20, Ἀνάβ. 5. 6, 27. 2) μεταφορ. ἐπὶ πραγμάτων, σιγῶν δ’ [[ὄλεθρος]] καὶ μέγα φωνοῦντ’.. ἀμαθύνει Αἰσχύλ. Εὐμ. Βάκχ. 1084· σ. [[πόντος]], σ. ἀῆται, ἁ δ’ ἐμὰ οὐ σ. [[ἀνία]] Θεόκρ. 2. 38· - ἐν Εὐρ. Ἀποσπ. 781. 13, τὰ σιγῶντ’ ὀνόματ’ .. δαιμόνων φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] = τὰ ἄρρητα, μυστικά, μυστηριώδη. - Παθ., μέμψομαι σιωπήν ὡς ἐσιγήθη κακῶς, [[ἔνθα]] τῷ σιωπὴ ἐσιγήθη ἐλήφθη ἔκ τινος συντάξεως τοῦ ἐνεργ, [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., σιγᾶν σιωπὴν ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 298· [[ὡσαύτως]], τί σεσίγηται [[δόμος]] Ἀδμήτου; διὰ τί ὑπάρχει [[σιωπή]]..; σχεδὸν ὡς τὸ τί [[σιγᾷ]]; ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 78. Ἴδε τὸ [[σόφισμα]] [[ὅπερ]] προκύπτει ἐκ τῆς χρήσεως τοῦ σιγᾶν ἐν σχέσει πρὸς τὸν λόγον καὶ ἐν σχέσει πρὸς τὸν ἦχον, Πλάτ. Εὐθύδ. 300Β, Ἀριστ. Σοφιστ. Ἔλεγχ. 4. 4. ΙΙ. μεταβ., σιωπῶ τι, φυλάττω τι μυστικόν, Ἡρόδ. 7. 104, Πίνδ. Ἀποσπ. 49, Αἰσχύλ. Πρ. 106, 441, Ἀγ. 36, κτλ. - Παθ., τηροῦμαι ἐν σιγῇ ἢ [[μυστικός]], Λατ. taceri, σεσιγαμένον [[χρῆμα]] Πινδ. Ο. 9. 156 (ἴδε ἐν λ. σκαιὸς ΙΙ. 2)· ὁ [[θάνατος]].. ἐσιγήθη Ἡρόδ. 5. 21· σιγώμενος Σοφ. Ἀποσπ. 585, Εὐρ., Πλάτ., κλπ. -Ὁ κανὼν καθ’ ὃν τὸ [[σιγάω]] [[εἶναι]] ἀείποτε ἀμετάβ., ἐν ᾧ τὸ [[σιωπάω]] [[εἶναι]] καὶ μεταβ., ἐπαρκῶς ἀναιρεῖται ἐκ τῶν παραδειγμάτων τῶν μνημονευομένων ἐν ἑκατέρᾳ λέξει· πρβλ. τὸ Λατ. sileo, taceo, ὧν ἑκάτερον κεῖται ἐπὶ ἀμφοτέρων τῶν ἐννοιῶν. | |lstext='''σῑγάω''': μέλλ. -ήσομαι παρὰ τοῖς δοκίμοις, [[οἷον]] Σοφ. Ο. Κ. 113, 980, Ευρ. Βάκχ. 880, κτλ.· παρὰ μεταγεν. -ήσω Ἀνθ. Π. 9. 27, Δίων Χρ. (πρβλ. [[σιωπάω]])· -πρκμ. σεσίγηκα Αἰσχίν. 85. 9. - Παθ., μέλλ. σιγηθήσομαι Εὐρ. Ι.Τ. 1076· σεσιγήσομαι Πλάτ. Ἐπιστ. 311C· ἀόρ. ἐσιγήθην Εὐρ. Ἱκέτ. 298, Αἰσχίν. 39. 28· πρκμ. σεσίγημαι, ἴδε κατωτ.· ([[σιγή]]). Εἶμαι σιωπηλὸς ἢ [[ἥσυχος]], σιωπῶ, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρ. μόνον ἐν τῇ προστ. σίγα, σιώπα, ἡσύχαζε! Ἰλ. Ξ. 90, Ὀδ. Ρ. 203· σιγᾶν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 93, Ἡρόδ. 8. 61, 110· ἀλλὰ [[συχν]]. παρὰ Πινδ. ἐν Ν. 10. 53, Αἰσχύλ. Πρ. 198, κτλ.· σ. [[περί]] τινος Εὐρ. Ἱππ. 312, [[πρός]] τινα Πλάτ. Φαῖδρ. 276Α· [[πρός]] τι, ἔν τινι Ξεν. Κύρ. 5. 5, 20, Ἀνάβ. 5. 6, 27. 2) μεταφορ. ἐπὶ πραγμάτων, σιγῶν δ’ [[ὄλεθρος]] καὶ μέγα φωνοῦντ’.. ἀμαθύνει Αἰσχύλ. Εὐμ. Βάκχ. 1084· σ. [[πόντος]], σ. ἀῆται, ἁ δ’ ἐμὰ οὐ σ. [[ἀνία]] Θεόκρ. 2. 38· - ἐν Εὐρ. Ἀποσπ. 781. 13, τὰ σιγῶντ’ ὀνόματ’ .. δαιμόνων φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] = τὰ ἄρρητα, μυστικά, μυστηριώδη. - Παθ., μέμψομαι σιωπήν ὡς ἐσιγήθη κακῶς, [[ἔνθα]] τῷ σιωπὴ ἐσιγήθη ἐλήφθη ἔκ τινος συντάξεως τοῦ ἐνεργ, [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., σιγᾶν σιωπὴν ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 298· [[ὡσαύτως]], τί σεσίγηται [[δόμος]] Ἀδμήτου; διὰ τί ὑπάρχει [[σιωπή]]..; σχεδὸν ὡς τὸ τί [[σιγᾷ]]; ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 78. Ἴδε τὸ [[σόφισμα]] [[ὅπερ]] προκύπτει ἐκ τῆς χρήσεως τοῦ σιγᾶν ἐν σχέσει πρὸς τὸν λόγον καὶ ἐν σχέσει πρὸς τὸν ἦχον, Πλάτ. Εὐθύδ. 300Β, Ἀριστ. Σοφιστ. Ἔλεγχ. 4. 4. ΙΙ. μεταβ., σιωπῶ τι, φυλάττω τι μυστικόν, Ἡρόδ. 7. 104, Πίνδ. Ἀποσπ. 49, Αἰσχύλ. Πρ. 106, 441, Ἀγ. 36, κτλ. - Παθ., τηροῦμαι ἐν σιγῇ ἢ [[μυστικός]], Λατ. taceri, σεσιγαμένον [[χρῆμα]] Πινδ. Ο. 9. 156 (ἴδε ἐν λ. σκαιὸς ΙΙ. 2)· ὁ [[θάνατος]].. ἐσιγήθη Ἡρόδ. 5. 21· σιγώμενος Σοφ. Ἀποσπ. 585, Εὐρ., Πλάτ., κλπ. -Ὁ κανὼν καθ’ ὃν τὸ [[σιγάω]] [[εἶναι]] ἀείποτε ἀμετάβ., ἐν ᾧ τὸ [[σιωπάω]] [[εἶναι]] καὶ μεταβ., ἐπαρκῶς ἀναιρεῖται ἐκ τῶν παραδειγμάτων τῶν μνημονευομένων ἐν ἑκατέρᾳ λέξει· πρβλ. τὸ Λατ. sileo, taceo, ὧν ἑκάτερον κεῖται ἐπὶ ἀμφοτέρων τῶν ἐννοιῶν. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ἐσίγων, <i>f.</i> σιγήσομαι, <i>réc.</i> σιγήσω, <i>ao.</i> ἐσίγησα, <i>pf.</i> σεσίγηκα;<br /><i>Pass. f.</i> σιγηθήσομαι, <i>ao.</i> ἐσιγήθην, <i>pf.</i> σεσίγημαι;<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> se taire, garder le silence : [[σίγα]] silence ! tais-toi ! σιγᾶν [[περί]] τινος se taire au sujet de qch ; [[πρός]] τινα à l’égard de qqn ; [[πρός]] [[τι]] à l’égard de qch ; σιγᾶν σιώπην EUR garder le silence, rester silencieux;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> taire, garder secret, acc. ; <i>Pass.</i> être tu, être gardé secret;<br /><b>2</b> rendre silencieux ; <i>Pass.</i> devenir silencieux.<br />'''Étymologie:''' [[σιγή]]. | |||
}} | }} |