Anonymous

ποδοκάκη: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_9)
(Bailly1_4)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ποδοκάκη''': ἡ, [[ὡσαύτως]] φέρεται ποδοκάκκη, κολαστήριον [[ὄργανον]] δι’ οὗ ἐδεσμεύοντο οἱ πόδες τῶν κακούργων, ἐν Ἀθήναις ὠνομάζετο κοινότερον [[ξύλον]], Νόμ. παρὰ Λυσ. 117. 32, Δημ. 733. 6, Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 27Β, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 367.
|lstext='''ποδοκάκη''': ἡ, [[ὡσαύτως]] φέρεται ποδοκάκκη, κολαστήριον [[ὄργανον]] δι’ οὗ ἐδεσμεύοντο οἱ πόδες τῶν κακούργων, ἐν Ἀθήναις ὠνομάζετο κοινότερον [[ξύλον]], Νόμ. παρὰ Λυσ. 117. 32, Δημ. 733. 6, Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 27Β, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 367.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />entraves de bois.<br />'''Étymologie:''' [[πούς]], [[κακός]].
}}
}}