ποδοκάκη
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
ἡ, fetters, stocks (commonly called ξύλον), Lexap.Lys.10.16, Lex ap.D.24.105, Pl.Com.249, Theon Prog.13, Sch.Ar.Eq.366. (Cf. Skt. kan̂catē 'bind', Lith. kinkýti 'harness', κιγκλίς; the spelling ποδοκάκη is due to the false expl. foot-plague, ap.Harp.: from ποδοκατοχή acc. to Did. ap. eund.)
Greek Monolingual
και εσφ. γρφ
ποδοκάκη, η, ΜΑ
ξύλινο όργανο βασανισμού, με το οποίο δένονταν τα πόδια τών καταδίκων για τιμωρία ή τών δούλων για να μην αποδράσουν («δεδέσθαι δ' ἐν τῇ ποδοκάκκῃ ἡμέρας πέντε τὸν πόδα, ἐὰν προστιμήσῃ ἡ ἡλιαία», Νομ., Λυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθ. λ. με πρώτο συνθετικό τη λ. πούς, ποδός και δεύτερο τον τ. -κακκη, άγνωστης ετυμολ., ο οποίος, κατά μία άποψη, όχι πολύ πιθ., συνδέεται με τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. κάκαλα
τείχη].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποδοκάκ(κ)η -ης, ἡ [πούς, κάκαλα] voetblok.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: foot-block
See also: s. κάκαλα.
German (Pape)
[Seite 643] ἡ, auch ποδοκάκκη geschrieben, Fußeisen, Fußblock, wofür man später in Athen ξύλον sagte; δεδέσθαι ἐν ποδοκάκῃ πόδα, Lys. 10, 16, wie Dem. 24, 105 im Gesetz; vgl. Luc. Lexiph. 10 u. VLL.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
entraves de bois.
Étymologie: πούς, κακός.
Russian (Dvoretsky)
ποδοκάκη: v.l. ποδοκάκκη (ᾰ) ἡ ножные колодки или кандалы Lys., Dem.
Greek (Liddell-Scott)
ποδοκάκη: ἡ, ὡσαύτως φέρεται ποδοκάκκη, κολαστήριον ὄργανον δι’ οὗ ἐδεσμεύοντο οἱ πόδες τῶν κακούργων, ἐν Ἀθήναις ὠνομάζετο κοινότερον ξύλον, Νόμ. παρὰ Λυσ. 117. 32, Δημ. 733. 6, Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 27Β, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 367.
Greek Monotonic
ποδοκάκη: ἡ, επίσης ποδοκάκκη, κυρίως, όργανο βασανισμού των ποδιών, είδος ξύλου, σε Δημ. κ.λπ.
Middle Liddell
ποδο-κάκη, ἡ,
ποδο-κάκη, also written ποδοκάκκη, properly, foot plague, a kind of stocks, Dem., etc.
Translations
stocks
Armenian: կոճղ; Dutch: schandpaal; Finnish: jalkapuu; French: pilori, entraves de bois, entraves; Ancient Greek: κύφων, ποδοκάκκη, ποδοκάκη; German: Fußeisen, Fußblock; Irish: branraí; Latin: patibulum, tendus; Polish: dyby; Portuguese: tronco; Romanian: butuc; Russian: колодки, ножные колодки, кандалы; Swedish: stock; Tagalog: kulma
fetter
Arabic: غُلّ, أَغْلال; Moroccan Arabic: ڭيد, شكال; Armenian: ոտնակապ; Old Armenian: պարաւանդ; Azerbaijani: buxov; Bulgarian: букаи, окови; Burmese: ထူး; Catalan: grilló; Chinese Mandarin: 鐐/镣; Crimean Tatar: kişen; Czech: pouto; Dutch: kluister, boei; Finnish: kahleet, kahle; French: entrave, fers; Galician: péga, pexa, traba, solta, ferros; German: Fessel, Fußfessel, Fußschelle; Gothic: 𐌽𐌰𐌿𐌳𐌹𐌱𐌰𐌽𐌳𐌹; Ancient Greek: πέδη, δεσμός; Hungarian: béklyó, lábbilincs; Irish: laincis; Italian: ferri, ceppi; Latin: vinculum, compes; Macedonian: оков, пранга; Occitan: enfèrrias, enfèrris, entrava, trava; Persian: غل و زنجیر, بند, اشکیل; Plautdietsch: Iesa, Spaunsel; Polish: kajdany, okowy, pęto, pęta; Portuguese: ferros, grilhões, grilhetas, peia; Russian: путы, оковы, кандалы, узы, ножные кандалы; Scottish Gaelic: dì-leum, cuibhreach; Sorbian Lower Sorbian: pyto; Spanish: grillos, pihuelas, manea, pihuela; Swedish: fotboja; Thai: ตรวน; Tocharian B: śanmau; Turkish: pranga, köstek; Ukrainian: пута, окови; Walloon: epîtoe; Welsh: llyffethair