Anonymous

ἀγρέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_20)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγρέω''': ποιητ. τύπ. τοῦ προηγ., ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., ἀλλὰ σπανίως ἐν τῇ κυριολεκτικῇ σημασίᾳ· [[ἄγρει]] δ’ [[οἶνον]] ἐρυθρόν, ζήτησον..., Ἀρχίλ. 5. 3· [[τρόμος]] πᾶσαν ἀγρεῖ, καταλαμβάνει, Σαπφ. 2. 14, πρβλ. Θέογν. 294· ἀγρεῖ πόλιν, κυριεύει, Αἰσχύλ. Ἀγ. 126 (λυρ.), ἐπὶ τοῦ ἁλιεύειν, ἀγρεῖς, Ἀνθ. Π. 6. 304. ΙΙ. παρ’ Ὁμήρῳ μόνον κατὰ προστακτ. [[ἄγρει]] = ἄγε, ἔλα, ἐμπρός! [[ἄγρει]] μάν οἱ ἔπερσον Ἀθηναίην, Ἰλ. Ε. 765· [[οὕτως]], ἀγρεῖτε, Ὀδ. Υ. 149· πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λέξει.
|lstext='''ἀγρέω''': ποιητ. τύπ. τοῦ προηγ., ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., ἀλλὰ σπανίως ἐν τῇ κυριολεκτικῇ σημασίᾳ· [[ἄγρει]] δ’ [[οἶνον]] ἐρυθρόν, ζήτησον..., Ἀρχίλ. 5. 3· [[τρόμος]] πᾶσαν ἀγρεῖ, καταλαμβάνει, Σαπφ. 2. 14, πρβλ. Θέογν. 294· ἀγρεῖ πόλιν, κυριεύει, Αἰσχύλ. Ἀγ. 126 (λυρ.), ἐπὶ τοῦ ἁλιεύειν, ἀγρεῖς, Ἀνθ. Π. 6. 304. ΙΙ. παρ’ Ὁμήρῳ μόνον κατὰ προστακτ. [[ἄγρει]] = ἄγε, ἔλα, ἐμπρός! [[ἄγρει]] μάν οἱ ἔπερσον Ἀθηναίην, Ἰλ. Ε. 765· [[οὕτως]], ἀγρεῖτε, Ὀδ. Υ. 149· πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λέξει.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés.</i><br /><b>1</b> s’emparer de;<br /><b>2</b> <i>impér. hom.</i> [[ἄγρει]] IL, [[ἀγρεῖτε]] OD allons ! vite ! [[ἄγρει]] [[μάν]] IL eh bien, soit !.<br />'''Étymologie:''' [[ἄγρα]].
}}
}}