Anonymous

σηκώδης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_7)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σηκώδης''': -ες, (σηκὸς ΙΙ, [[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς σηκόν, πρὸς [[ἱερόν]], πρὸς ναΐσκον, Αἰλ. π. Ζ. 10. 31.
|lstext='''σηκώδης''': -ες, (σηκὸς ΙΙ, [[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς σηκόν, πρὸς [[ἱερόν]], πρὸς ναΐσκον, Αἰλ. π. Ζ. 10. 31.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />semblable à une chapelle.<br />'''Étymologie:''' [[σηκός]], -ωδης.
}}
}}