σηκώδης

From LSJ

τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σηκώδης Medium diacritics: σηκώδης Low diacritics: σηκώδης Capitals: ΣΗΚΩΔΗΣ
Transliteration A: sēkṓdēs Transliteration B: sēkōdēs Transliteration C: sikodis Beta Code: shkw/dhs

English (LSJ)

σηκῶδες, (σηκός ΙΙ) chapel-like, Ael.NA10.31.

German (Pape)

[Seite 873] ες, kapellenartig, -ähnlich, Ael. H. A. 10, 31.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
semblable à une chapelle.
Étymologie: σηκός, -ωδης.

Greek (Liddell-Scott)

σηκώδης: -ες, (σηκὸς ΙΙ, εἶδος) ὅμοιος πρὸς σηκόν, πρὸς ἱερόν, πρὸς ναΐσκον, Αἰλ. π. Ζ. 10. 31.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α σηκός
αυτός που έχει το σχήμα σηκού.