Anonymous

ἀδιάβλητος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀδιάβλητος''': -ον, ὁ μὴ προσέχων εἰς [[συκοφαντίας]], ἡ τῶν ἀγαθῶν [[φιλία]] ἀδ. ἐστι, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 4, 3, πρβλ. 8. 6, 7· [[ἀνύποπτος]] καὶ ἀδ., Πλουτ. Βροῦτ. 8. - Ἐπιρρ. -τως, Κλήμ. Ἀλ. 536.
|lstext='''ἀδιάβλητος''': -ον, ὁ μὴ προσέχων εἰς [[συκοφαντίας]], ἡ τῶν ἀγαθῶν [[φιλία]] ἀδ. ἐστι, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 4, 3, πρβλ. 8. 6, 7· [[ἀνύποπτος]] καὶ ἀδ., Πλουτ. Βροῦτ. 8. - Ἐπιρρ. -τως, Κλήμ. Ἀλ. 536.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> inattaquable, irréprochable;<br /><b>2</b> non atteint par la délation.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[διαβάλλω]].
}}
}}