3,277,206
edits
(6_13b) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀγρεύω''': μέλλ. εύσω, Καλλ. Ἄρτ. 84· ἀόρ. ἤγρευσα, Εὐρ. Βάκχ. 1204: - Μέσ. ἴδε κατωτέρω: - Παθ. ἀόρ. ἠγρεύθην, Ἀνθ: ([[ἄγρα]]). Συλλαμβάνω ἐν θήρᾳ ἢ ἁλιείᾳ, ἰχθῦς, Ἡροδ. 2. 95, πρβλ. Ξεν. Κυν. 12. 6· ἄγραν ἠγρευκότες Εὐρ. Βάκχ. 434· ἐπὶ πολέμου, φιλεῖ ... ἄνδρας ... ἀγρεύειν νέους, Σοφ. Ἀποσπ. 498: - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, θύματ’ ἠγρεύσασθ’, συνελάβετε ἢ ἐξελέξατε δι’ ἑαυτοὺς τὰ θύματά σας, Εὐρ. Ἰ. Τ. 1163: - [[ὡσαύτως]], τί μοι [[ξίφος]] ἐκ χερὸς ἠγρεύσω; διὰ τί ἀφήρπασας..; ὁ αὐτ. Ἀνδρ. 841: - Παθ. θηρεύομαι, συλλαμβάνομαι ἐν θήρᾳ, Ξεν. Ἀν. 5. 3. 8· ἀγρευθείς μ’ ἤγρευσε, Ἀνθ. Π. 9. 94. 2) μεταφορ. ἐπιδιώκω, [[θηρεύω]], διψῶ τινος, [[αἷμα]], Εὐρ. Βάκχ. 138· ἀρετᾶς δύναμιν, Ἀριστοφ. ἐν Bergk λυρ. σ. 664· [[ὕπνον]], Ἀνθ. Π. 7, 196· πρβλ. 12. 125· ἀλλ’ ἀγρεύειν τινὰ λόγῳ, παγιδεύειν, συλλαμβάνειν τινὰ διὰ τῶν ἰδίων [[αὐτοῦ]] λόγων, Εὐαγ. Μάρκ. ιβ΄, 13. | |lstext='''ἀγρεύω''': μέλλ. εύσω, Καλλ. Ἄρτ. 84· ἀόρ. ἤγρευσα, Εὐρ. Βάκχ. 1204: - Μέσ. ἴδε κατωτέρω: - Παθ. ἀόρ. ἠγρεύθην, Ἀνθ: ([[ἄγρα]]). Συλλαμβάνω ἐν θήρᾳ ἢ ἁλιείᾳ, ἰχθῦς, Ἡροδ. 2. 95, πρβλ. Ξεν. Κυν. 12. 6· ἄγραν ἠγρευκότες Εὐρ. Βάκχ. 434· ἐπὶ πολέμου, φιλεῖ ... ἄνδρας ... ἀγρεύειν νέους, Σοφ. Ἀποσπ. 498: - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, θύματ’ ἠγρεύσασθ’, συνελάβετε ἢ ἐξελέξατε δι’ ἑαυτοὺς τὰ θύματά σας, Εὐρ. Ἰ. Τ. 1163: - [[ὡσαύτως]], τί μοι [[ξίφος]] ἐκ χερὸς ἠγρεύσω; διὰ τί ἀφήρπασας..; ὁ αὐτ. Ἀνδρ. 841: - Παθ. θηρεύομαι, συλλαμβάνομαι ἐν θήρᾳ, Ξεν. Ἀν. 5. 3. 8· ἀγρευθείς μ’ ἤγρευσε, Ἀνθ. Π. 9. 94. 2) μεταφορ. ἐπιδιώκω, [[θηρεύω]], διψῶ τινος, [[αἷμα]], Εὐρ. Βάκχ. 138· ἀρετᾶς δύναμιν, Ἀριστοφ. ἐν Bergk λυρ. σ. 664· [[ὕπνον]], Ἀνθ. Π. 7, 196· πρβλ. 12. 125· ἀλλ’ ἀγρεύειν τινὰ λόγῳ, παγιδεύειν, συλλαμβάνειν τινὰ διὰ τῶν ἰδίων [[αὐτοῦ]] λόγων, Εὐαγ. Μάρκ. ιβ΄, 13. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.</i> [[ἤγρευσα]], <i>pf.</i> ἤγρευκα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἠγρεύθην;<br />prendre à la chasse, à la pêche ; <i>p. ext.</i> surprendre;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀγρεύομαι, capturer, s’emparer de.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγρεύς]]. | |||
}} | }} |