Anonymous

ἀγωγός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγωγός''': -όν, (ἄγω) ὁ ἄγων, ὁ ὁδηγῶν, καὶ ὡς οὐσιαστ., [[ὁδηγός]], Ἡρόδ. 3. 26‧ ἀγωγοί, [[συνοδία]], συνοδεύοντες φύλακες, Θουκ. 2. 12‧ ἀγ. ὕδατος, [[ὑδραγωγεῖον]], Ἡρωδιαν. 7. 12, Συλλ. Ἐπιγρ. 1040. Ι. 17‧ μ. γεν., [[δύναμις]] ἀνθρώπων [[ἀγωγός]], [[δύναμις]] τοῦ ἄγειν ἀνθρ., Πλουτ. Λυκ. 5. ΙΙ. ὁ ἄγων [[πρός]] τι [[μέρος]] ἢ [[σημεῖον]], πρὸς ἢ ἐπί τι, Πλάτ. Πολ. 525Α‧ εἰς... Πλουτ. Περικλ. Ι. ΙΙΙ. ὁ ἕλκων, [[ἐπαγωγός]], [[ἑλκυστικός]], τινός, ἐπὶ τοῦ μαγνήτου, Διόσκ. 5. 148. 2) ὁ προσελκύων, ὁ προκαλῶν, χοαὶ νεκρῶν ἀγωγοί, Εὐρ. Ἑκ. 536‧ δακρύων ἀγ., ὁ αὐτ. Τρῳ. 1131. 3) ἀπόλ., [[ἑλκυστικός]], Πλουτ. Κρας. 7‧ τὸ ἀγωγόν, τὸ ἐπαγωγόν, τὸ ἑλκυστικόν, ὁ αὐτ. 2, 25 Β.
|lstext='''ἀγωγός''': -όν, (ἄγω) ὁ ἄγων, ὁ ὁδηγῶν, καὶ ὡς οὐσιαστ., [[ὁδηγός]], Ἡρόδ. 3. 26‧ ἀγωγοί, [[συνοδία]], συνοδεύοντες φύλακες, Θουκ. 2. 12‧ ἀγ. ὕδατος, [[ὑδραγωγεῖον]], Ἡρωδιαν. 7. 12, Συλλ. Ἐπιγρ. 1040. Ι. 17‧ μ. γεν., [[δύναμις]] ἀνθρώπων [[ἀγωγός]], [[δύναμις]] τοῦ ἄγειν ἀνθρ., Πλουτ. Λυκ. 5. ΙΙ. ὁ ἄγων [[πρός]] τι [[μέρος]] ἢ [[σημεῖον]], πρὸς ἢ ἐπί τι, Πλάτ. Πολ. 525Α‧ εἰς... Πλουτ. Περικλ. Ι. ΙΙΙ. ὁ ἕλκων, [[ἐπαγωγός]], [[ἑλκυστικός]], τινός, ἐπὶ τοῦ μαγνήτου, Διόσκ. 5. 148. 2) ὁ προσελκύων, ὁ προκαλῶν, χοαὶ νεκρῶν ἀγωγοί, Εὐρ. Ἑκ. 536‧ δακρύων ἀγ., ὁ αὐτ. Τρῳ. 1131. 3) ἀπόλ., [[ἑλκυστικός]], Πλουτ. Κρας. 7‧ τὸ ἀγωγόν, τὸ ἐπαγωγόν, τὸ ἑλκυστικόν, ὁ αὐτ. 2, 25 Β.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br /><b>1</b> qui conduit, qui guide : ὁ [[ἀγωγός]] guide, [[οἱ]] ἀγωγοί escorte ; <i>fig.</i> [[δύναμις]] ἀνθρώπων [[ἀγωγός]] PLUT pouvoir de conduire les hommes;<br /><b>2</b> qui attire : ἀγωγὸς νεκρῶν EUR qui évoque les morts ; τὸ ἀγωγόν attrait, séduction.<br />'''Étymologie:''' [[ἄγω]].
}}
}}