3,277,286
edits
(6_16) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀγώγιμος''': -ον, [[εὔκολος]] εἰς τὸ νὰ ἄγηται, ὃν δύναταί τις νὰ φέρῃ, τρισσῶν ἁμαξῶν... θάρρος, ἱκανὸν ἵνα φορτώσῃ τις [[τρεῖς]] ἁμάξας, Εὐρ. Κύκλ. 385‧ τὰ ἀγώγιμα, πράγματα μετακομιστά, ἐμπορεύματα, Πλάτ. Πρωτ. 313C, Ξεν. Ἀν. 5, 1, 16, κτλ‧ [[ἄλλο]] δὲ μηδὲν ἀγώγιμον ἄγεσθαι ἐν τῷ πλοίῳ, Δημ. 929. 17. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων ὁ ὢν καταδικασμένος καὶ προγεγραμμένος, Sneid. Ξεν. Ἑλλ. 7. 3, 11‧ [[ὅστις]] [[δέον]] νὰ παραδοθῇ εἰς δουλείαν, Δημ. 624. 12, Πλουτ. Σόλ. 13: - οὕτω καὶ ἐπὶ πραγμάτων, [[πρᾶγμα]], τὸ ὁποῖον ὑπόκειται εἰς κατάσχεσιν, Διον. Ἁλ. 5. 69. 2) εὐκόλως ἀγόμενος, ευάγωγος, Πλουτ. Ἀλκ. 6. | |lstext='''ἀγώγιμος''': -ον, [[εὔκολος]] εἰς τὸ νὰ ἄγηται, ὃν δύναταί τις νὰ φέρῃ, τρισσῶν ἁμαξῶν... θάρρος, ἱκανὸν ἵνα φορτώσῃ τις [[τρεῖς]] ἁμάξας, Εὐρ. Κύκλ. 385‧ τὰ ἀγώγιμα, πράγματα μετακομιστά, ἐμπορεύματα, Πλάτ. Πρωτ. 313C, Ξεν. Ἀν. 5, 1, 16, κτλ‧ [[ἄλλο]] δὲ μηδὲν ἀγώγιμον ἄγεσθαι ἐν τῷ πλοίῳ, Δημ. 929. 17. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων ὁ ὢν καταδικασμένος καὶ προγεγραμμένος, Sneid. Ξεν. Ἑλλ. 7. 3, 11‧ [[ὅστις]] [[δέον]] νὰ παραδοθῇ εἰς δουλείαν, Δημ. 624. 12, Πλουτ. Σόλ. 13: - οὕτω καὶ ἐπὶ πραγμάτων, [[πρᾶγμα]], τὸ ὁποῖον ὑπόκειται εἰς κατάσχεσιν, Διον. Ἁλ. 5. 69. 2) εὐκόλως ἀγόμενος, ευάγωγος, Πλουτ. Ἀλκ. 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qu’on peut conduire, transporter : τὸ αγώγιμον, τὰ ἀγώγιμα, la cargaison, les marchandises;<br /><b>2</b> qui peut être emmené en prison, que le premier venu peut arrêter;<br /><b>3</b> <i>à Athènes, avant les réformes de Solon</i> débiteur adjugé à son créancier qui l’emmenait soit pour l’employer comme esclave, soit pour le vendre;<br /><b>4</b> qui se laisse aller à, enclin à.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγωγή]]. | |||
}} | }} |