3,277,191
edits
(6_16) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀγνώμων''': -ον, γεν. ονος, (γνώμη) [[ἀλόγιστος]], [[ἄκριτος]], [[ἀνόητος]], Θέογν. 1260 (εἰ ἡ γραφὴ ὀρθή), Πινδ. Ο. 8, 79. Πλάτ. Φαῖδρ. 275Β· ἀντίθετον τῷ [[μετὰ]] λογισμοῦ πράττειν, Μενάνδρ. Ἄδηλ. 267· [[ἀπερίσκεπτος]], Ἱππ. Ἀέρ. 290. ― Ἐπίρρ. -όνως, ἀνοήτως, Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 11, κτλ.· ἀγν. ἔχειν, Δημ. 25. 18. 2) [[ἰσχυρογνώμων]], [[παράβολος]], [[αὐθάδης]], [[ὑπεροπτικός]], (ἐν τῷ συγκρ. τύπῳ, -ονέστερος), Ἡρόδ. 9. 41· ἐν τῷ ὑπερθετ., Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 26. 3) ὁ [[ἄνευ]] ἀγαθῶν αἰσθημάτων, [[ἀνεπιεικής]], [[σκληροκάρδιος]]· Φοίβῳ τε κἀμοὶ μὴ γένοισθ’ ἀγνώμονες, Σοφ. Ο. Κ. 86· ἐπὶ δικαστῶν ἢ κριτῶν, Ξεν. Ἀπ. 2. 8. 5, συναπτόμενον [[μετὰ]] τοῦ [[ἀχάριστος]], ὁ αὐτ. Κυρ. 8. 3, 49., πρβλ. Ἀπομ. 2. 10, 3· περὶ τοῦ Μειδίου, Δημ. 546. 3· ἡ [[ἀγνώμων]], ὅ ἐ. [[τύχη]], Ἰσοκρ. Ἐπιστ. 10. 3: [[ἰδίᾳ]] ὁ λησμονῶν ἢ ἀψηφῶν τὰ χρέη [[αὐτοῦ]], Οὐλπ. εἰς Δημ. 25. 19· ἀγν. περὶ τὰς ἀποδόσεις, Λουκ. Ἑρμότ. 10. 4) ὁ μὴ γνωρίζων, ὁ ἐν ἀγνοίᾳ διατελῶν, ἀγν. πλανᾶσθαι, Ἱππ. 343. 20. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, [[ἄνευ]] φρονήσεως ἢ γνώσεως, [[κτῆνος]], Αἰσχίν. 88. 37· [[ὡσαύτως]]· φρονοῦσαν θνητὰ κοὐκ ἀγνώμονα (οὐδ. πληθ.), Σοφ. Τρ. 473. 2) παθ., ὁ περὶ οὗ κακῶς τις ἐσκέφθη, [[ἀπρόοπτος]], ὁ μὴ προγινωσκόμενος, Παρθέν. π. ἐρωτ. παθημ. ΙΙΙ. ἐπὶ ἵππων, ὁ μὴ ἔχων τοὺς ὀδόντας, ἐξ ὧν ἡ [[ἡλικία]] καταφαίνεται (τοὺς γνώμονας), [[Πολυδ]]. 1. 182· πρβλ. [[ἀπογνώμων]]. [ᾰγν-, μόνον παρὰ Μανέθ. 5. 338.] | |lstext='''ἀγνώμων''': -ον, γεν. ονος, (γνώμη) [[ἀλόγιστος]], [[ἄκριτος]], [[ἀνόητος]], Θέογν. 1260 (εἰ ἡ γραφὴ ὀρθή), Πινδ. Ο. 8, 79. Πλάτ. Φαῖδρ. 275Β· ἀντίθετον τῷ [[μετὰ]] λογισμοῦ πράττειν, Μενάνδρ. Ἄδηλ. 267· [[ἀπερίσκεπτος]], Ἱππ. Ἀέρ. 290. ― Ἐπίρρ. -όνως, ἀνοήτως, Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 11, κτλ.· ἀγν. ἔχειν, Δημ. 25. 18. 2) [[ἰσχυρογνώμων]], [[παράβολος]], [[αὐθάδης]], [[ὑπεροπτικός]], (ἐν τῷ συγκρ. τύπῳ, -ονέστερος), Ἡρόδ. 9. 41· ἐν τῷ ὑπερθετ., Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 26. 3) ὁ [[ἄνευ]] ἀγαθῶν αἰσθημάτων, [[ἀνεπιεικής]], [[σκληροκάρδιος]]· Φοίβῳ τε κἀμοὶ μὴ γένοισθ’ ἀγνώμονες, Σοφ. Ο. Κ. 86· ἐπὶ δικαστῶν ἢ κριτῶν, Ξεν. Ἀπ. 2. 8. 5, συναπτόμενον [[μετὰ]] τοῦ [[ἀχάριστος]], ὁ αὐτ. Κυρ. 8. 3, 49., πρβλ. Ἀπομ. 2. 10, 3· περὶ τοῦ Μειδίου, Δημ. 546. 3· ἡ [[ἀγνώμων]], ὅ ἐ. [[τύχη]], Ἰσοκρ. Ἐπιστ. 10. 3: [[ἰδίᾳ]] ὁ λησμονῶν ἢ ἀψηφῶν τὰ χρέη [[αὐτοῦ]], Οὐλπ. εἰς Δημ. 25. 19· ἀγν. περὶ τὰς ἀποδόσεις, Λουκ. Ἑρμότ. 10. 4) ὁ μὴ γνωρίζων, ὁ ἐν ἀγνοίᾳ διατελῶν, ἀγν. πλανᾶσθαι, Ἱππ. 343. 20. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, [[ἄνευ]] φρονήσεως ἢ γνώσεως, [[κτῆνος]], Αἰσχίν. 88. 37· [[ὡσαύτως]]· φρονοῦσαν θνητὰ κοὐκ ἀγνώμονα (οὐδ. πληθ.), Σοφ. Τρ. 473. 2) παθ., ὁ περὶ οὗ κακῶς τις ἐσκέφθη, [[ἀπρόοπτος]], ὁ μὴ προγινωσκόμενος, Παρθέν. π. ἐρωτ. παθημ. ΙΙΙ. ἐπὶ ἵππων, ὁ μὴ ἔχων τοὺς ὀδόντας, ἐξ ὧν ἡ [[ἡλικία]] καταφαίνεται (τοὺς γνώμονας), [[Πολυδ]]. 1. 182· πρβλ. [[ἀπογνώμων]]. [ᾰγν-, μόνον παρὰ Μανέθ. 5. 338.] | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><b>1</b> dépourvu de jugement ; follement obstiné, arrogant;<br /><b>2</b> dépourvu de sensibilité, insensible, dur ; oublieux, ingrat;<br /><b>3</b> ignorant, inexpérimenté.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[γνώμη]]. | |||
}} | }} |