Anonymous

ἀδέσποτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀδέσποτος''': -ον, ὁ μὴ ἔχων κύριον, δεσπότην, ἐπὶ περιουσίας, Πλάτ. Πολ. 617Ε: ἐπὶ ἀπελευθέρων, Μύρων παρ’ Ἀθ. 271F, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 10, 6· ἀδ. καὶ αὐτοκρατεῖς, περὶ τῶν θεῶν, Πλούτ. 2. 426C. II. περὶ διαδεδομένης φήμης, ἢ περὶ συγγράμματος ἀνωνύμου, ἢ περὶ οἱουδήποτε πράγματος ἢ κτήματος [[ἄνευ]] ἰδιοκτήτου, Διον. Ἁλ. 11. 50, Πλουτ. Κικ. 15. κτλ. ― Ἐπίρρ. -τως, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1447.
|lstext='''ἀδέσποτος''': -ον, ὁ μὴ ἔχων κύριον, δεσπότην, ἐπὶ περιουσίας, Πλάτ. Πολ. 617Ε: ἐπὶ ἀπελευθέρων, Μύρων παρ’ Ἀθ. 271F, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 10, 6· ἀδ. καὶ αὐτοκρατεῖς, περὶ τῶν θεῶν, Πλούτ. 2. 426C. II. περὶ διαδεδομένης φήμης, ἢ περὶ συγγράμματος ἀνωνύμου, ἢ περὶ οἱουδήποτε πράγματος ἢ κτήματος [[ἄνευ]] ἰδιοκτήτου, Διον. Ἁλ. 11. 50, Πλουτ. Κικ. 15. κτλ. ― Ἐπίρρ. -τως, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1447.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> sans maître, libre, indépendant;<br /><b>2</b> anonyme.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[δεσπότης]].
}}
}}