Anonymous

ἰδρεία: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰδρεία''': Ἰων. -είη, ἡ, ([[ἴδρις]]) [[γνῶσις]], [[ἐμπειρία]], [[πεῖρα]], ἰδρείῃ πολέμοιο Ἰλ. Π. 359· [[οὐδέ]] τι ἰδρείῃ (κοινῶς, [[οὐδέ]] τ’ ἀϊδρείῃ) Η. 198· [[οὕτως]] Ἀπολλ. Ρόδ. B. 72, Κόϊντ. Σμ. 4. 226. - Παρὰ Θεοκρ. 22. 85 ὑπάρχει [[ἀμφίβολος]] [[τύπος]], ἀλλ’ ἰδρίῃ (ἄλλοι γράφουσιν ἰδρείῃ παραλείπουντες τὸ ἀλλ’).
|lstext='''ἰδρεία''': Ἰων. -είη, ἡ, ([[ἴδρις]]) [[γνῶσις]], [[ἐμπειρία]], [[πεῖρα]], ἰδρείῃ πολέμοιο Ἰλ. Π. 359· [[οὐδέ]] τι ἰδρείῃ (κοινῶς, [[οὐδέ]] τ’ ἀϊδρείῃ) Η. 198· [[οὕτως]] Ἀπολλ. Ρόδ. B. 72, Κόϊντ. Σμ. 4. 226. - Παρὰ Θεοκρ. 22. 85 ὑπάρχει [[ἀμφίβολος]] [[τύπος]], ἀλλ’ ἰδρίῃ (ἄλλοι γράφουσιν ἰδρείῃ παραλείπουντες τὸ ἀλλ’).
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><i>épq.</i> [[ἰδρείη]], <i>var.</i> [[ἰδρίη]];<br />science, connaissance.<br />'''Étymologie:''' [[ἴδρις]].
}}
}}