ἰδρεία
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
Ion. ἰδρείη, ἡ, (ἴδρις) knowledge, skill, ἰδρείῃ πολέμοιο Il.16.359; οὐδέ τι ἰδρείῃ (Aristarch. for vulg. οὐδέ τ' ἀϊδρείῃ) 7.198, cf.A.R. 2.72, Q.S.4.226, Theoc.22.85.
German (Pape)
[Seite 1238] ἡ, ion. ἰδρείη, Kenntniß, Kunde, Erfahrung, Il. 7, 198, πολέμοιο 16, 359; ἰδρείῃ πυκινοῖο κυβερνητῆρος Ap. Rh. 2, 72; Qu. Sm. 4, 226.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
épq. ἰδρείη, var. ἰδρίη;
science, connaissance.
Étymologie: ἴδρις.
Russian (Dvoretsky)
ἰδρεία: эп. ἰδρείη, дор. *ἰδρίη ἡ знание, умение: ἰδρείῃ πολέμοιο Hom. (умудренный) ратным искусством; οὐ βίῃ οὐδὲ ἰδρείῃ Hom. ни силой, ни (военным) искусством.
Greek (Liddell-Scott)
ἰδρεία: Ἰων. -είη, ἡ, (ἴδρις) γνῶσις, ἐμπειρία, πεῖρα, ἰδρείῃ πολέμοιο Ἰλ. Π. 359· οὐδέ τι ἰδρείῃ (κοινῶς, οὐδέ τ’ ἀϊδρείῃ) Η. 198· οὕτως Ἀπολλ. Ρόδ. B. 72, Κόϊντ. Σμ. 4. 226. - Παρὰ Θεοκρ. 22. 85 ὑπάρχει ἀμφίβολος τύπος, ἀλλ’ ἰδρίῃ (ἄλλοι γράφουσιν ἰδρείῃ παραλείπουντες τὸ ἀλλ’).
Greek Monolingual
ἰδρεία, ιων. τ. ἰδρείη, ἡ (Α) ίδρις
γνώση, εμπειρία («ἰδρείῃ πολέμοιο», Ομ, Ιλ.).
Greek Monotonic
ἰδρεία: Ιων. -είη, ἡ, γνώση, εμπειρία, πείρα, ικανότητα, ἰδρείῃ πολέμοιο, σε Ομήρ. Ιλ.