Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀπεικάζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπεικάζω''': μέλλ. -άσομαι Ξεν. Ἀπομν. 3, 11, 1· -άσω, Πλούτ. 2. 1135Α: ― Παθ. ἀόρ. ἀπεικάσθην, Εὐρ., Πλάτ.: ― οἱ μετ’ αὐξήσεως χρόνοι ἀπείκαζον, ἀπείκασα, γράφονται ἀπῃκ- ὑπὸ τοῦ Βεκκήρου ἐν τῷ Πλάτ. Σχεδιάζω τι ἀπομιμούμενος τὸ πρώτοτυπον, [[ἀπεικονίζω]], ζῳγραφῶ, [[ἀντιγράφω]] εἰκόνα, ἐπὶ ζῳγράφων, τοὺς μὲν γραφεῖς ἀπεικάζειν τὰ καλὰ τῶν ζῴων Ἰσοκρ. 4Β· τὸ σὸν [[χρῶμα]] καὶ [[σχῆμα]] Πλάτ. Κρατ. 432Β· πρβλ. Κριτί. 107D, Ε· διὰ χρωμάτων ἀπ. Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 1· χρώμασι καὶ σχήμασιν Ἀριστ. Ποιητ. 1. 4· μεταφ. ἀπ. ἑαυτόν τινι, συμμορφοῦμαι [[πρός]] τινα, Πλάτ. Πολ. 396D: ― Παθ., [[γίνομαι]] [[ὅμοιος]], [[ὁμοιάζω]], τινι [[αὐτόθι]] 563Α, Κρατ. 419C· ἀπεικασθεὶς θεῷ Εὐρ. Ἠλ. 979. 2) [[ἐκφράζω]], [[παριστάνω]] διὰ παραβολῆς, συγκρίσεως, ἔχοιμ’ ἂν αὐτὸ μὴ κακῶς ἀπεικάσαι ([[ἔπειτα]] ἀκολουθεῖ ἡ [[σύγκρισις]]) Σοφ. Ἀποσπ. 162, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 167Β· οἷος γὰς Ἀχιλλεὺς ἐγένετο, ἀπεικάσειεν ἂν τις καὶ Βρασίδαν ὁ αὐτ. Συμπ. 221C· τὸ θάλλειν τὴν αὔξην μοι δοκεῖ ἀπεικάζειν τὴν τῶν νέων, ἡ [[λέξις]] θάλλειν μοὶ φαίνεται ὅτι ἐκφράζει τὴν αὔξησιν…, ὁ αὐτ. Κρατ. 414Α· ἀπ. διὰ τοῦ ῥῶ, [[ἐκφράζω]] διὰ τοῦ ἤχου τοῦ -ῥ, [[αὐτόθι]] 426Ε: ― Παθ., ἀναπαρίσταμαι, παριστάνομαι δι’ ὁμοιώματος, τοῖς ὑπὸ τῶν [[κάτω]] ἀπεικασθεῖσι ὁ αὐτ. Πολ. 511Α· εἰς ὁμοιότητα ᾧ ἀπεικάζετο (δηλ. τούτου ᾧ) ὁ αὐτ. Τίμ. 39Ε· ἀπ. πρὸς τι, ἀναπαρίσταμαι ἐν σχέσει [[πρός]]…, ἢ κατὰ ὁμοιότητα τοῦ…, [[αὐτόθι]] 29C. 3) [[ὁμοιάζω]], [[παρομοιάζω]], [[παραβάλλω]] [[πρός]] τι, τινί τι, Εὐρ. Ἱκ. 146, Πλάτ. Φαίδων 76Ε, Γοργ. 493Β, Συμπ. 221D, κ. ἀλλ.· οὐ τοιοῦτόν ἐστιν ᾧ σὺ ἀπεικάζεις, οὐχὶ τοιοῦτον (ὡς ἐκεῖνο) πρὸς τὸ ὁποῖον τὸ παραβάλλεις, ὁ αὐτ. Φαίδων 92Β: ― Παθ., παραβάλλομαι, παρομοιάζομαι, ὁ αὐτ. Νόμ. 905Ε, κ. ἀλλ. ἀπροσώπως, ἀπείκασται τῇ πορείᾳ, ἡ [[παρομοίωσις]] γίνετια ἐν σχέσει πρὸς τὸ [[βάδισμα]], ὁ αὐτ. Κρατ. 420D· ἀπείκασται τοῖς καθεύδουσι [[αὐτόθι]] 421Β· ―Αἱ σημασίαι αὗται [[εἶναι]] συχναὶ παρὰ Πλάτωνι. ΙΙ. ὡς ἀπεικάσαι = ὡς ἐπεικάσαι, καθ’ ὅσον δύναταί τις νὰ εἰκάσῃ, νὰ συμπεράνῃ ἐξ είκασίας, Σοφ. Ο. Κ. 16, Τρ. 141, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 1298· ἴδε [[ἐπεικάζω]].
|lstext='''ἀπεικάζω''': μέλλ. -άσομαι Ξεν. Ἀπομν. 3, 11, 1· -άσω, Πλούτ. 2. 1135Α: ― Παθ. ἀόρ. ἀπεικάσθην, Εὐρ., Πλάτ.: ― οἱ μετ’ αὐξήσεως χρόνοι ἀπείκαζον, ἀπείκασα, γράφονται ἀπῃκ- ὑπὸ τοῦ Βεκκήρου ἐν τῷ Πλάτ. Σχεδιάζω τι ἀπομιμούμενος τὸ πρώτοτυπον, [[ἀπεικονίζω]], ζῳγραφῶ, [[ἀντιγράφω]] εἰκόνα, ἐπὶ ζῳγράφων, τοὺς μὲν γραφεῖς ἀπεικάζειν τὰ καλὰ τῶν ζῴων Ἰσοκρ. 4Β· τὸ σὸν [[χρῶμα]] καὶ [[σχῆμα]] Πλάτ. Κρατ. 432Β· πρβλ. Κριτί. 107D, Ε· διὰ χρωμάτων ἀπ. Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 1· χρώμασι καὶ σχήμασιν Ἀριστ. Ποιητ. 1. 4· μεταφ. ἀπ. ἑαυτόν τινι, συμμορφοῦμαι [[πρός]] τινα, Πλάτ. Πολ. 396D: ― Παθ., [[γίνομαι]] [[ὅμοιος]], [[ὁμοιάζω]], τινι [[αὐτόθι]] 563Α, Κρατ. 419C· ἀπεικασθεὶς θεῷ Εὐρ. Ἠλ. 979. 2) [[ἐκφράζω]], [[παριστάνω]] διὰ παραβολῆς, συγκρίσεως, ἔχοιμ’ ἂν αὐτὸ μὴ κακῶς ἀπεικάσαι ([[ἔπειτα]] ἀκολουθεῖ ἡ [[σύγκρισις]]) Σοφ. Ἀποσπ. 162, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 167Β· οἷος γὰς Ἀχιλλεὺς ἐγένετο, ἀπεικάσειεν ἂν τις καὶ Βρασίδαν ὁ αὐτ. Συμπ. 221C· τὸ θάλλειν τὴν αὔξην μοι δοκεῖ ἀπεικάζειν τὴν τῶν νέων, ἡ [[λέξις]] θάλλειν μοὶ φαίνεται ὅτι ἐκφράζει τὴν αὔξησιν…, ὁ αὐτ. Κρατ. 414Α· ἀπ. διὰ τοῦ ῥῶ, [[ἐκφράζω]] διὰ τοῦ ἤχου τοῦ -ῥ, [[αὐτόθι]] 426Ε: ― Παθ., ἀναπαρίσταμαι, παριστάνομαι δι’ ὁμοιώματος, τοῖς ὑπὸ τῶν [[κάτω]] ἀπεικασθεῖσι ὁ αὐτ. Πολ. 511Α· εἰς ὁμοιότητα ᾧ ἀπεικάζετο (δηλ. τούτου ᾧ) ὁ αὐτ. Τίμ. 39Ε· ἀπ. πρὸς τι, ἀναπαρίσταμαι ἐν σχέσει [[πρός]]…, ἢ κατὰ ὁμοιότητα τοῦ…, [[αὐτόθι]] 29C. 3) [[ὁμοιάζω]], [[παρομοιάζω]], [[παραβάλλω]] [[πρός]] τι, τινί τι, Εὐρ. Ἱκ. 146, Πλάτ. Φαίδων 76Ε, Γοργ. 493Β, Συμπ. 221D, κ. ἀλλ.· οὐ τοιοῦτόν ἐστιν ᾧ σὺ ἀπεικάζεις, οὐχὶ τοιοῦτον (ὡς ἐκεῖνο) πρὸς τὸ ὁποῖον τὸ παραβάλλεις, ὁ αὐτ. Φαίδων 92Β: ― Παθ., παραβάλλομαι, παρομοιάζομαι, ὁ αὐτ. Νόμ. 905Ε, κ. ἀλλ. ἀπροσώπως, ἀπείκασται τῇ πορείᾳ, ἡ [[παρομοίωσις]] γίνετια ἐν σχέσει πρὸς τὸ [[βάδισμα]], ὁ αὐτ. Κρατ. 420D· ἀπείκασται τοῖς καθεύδουσι [[αὐτόθι]] 421Β· ―Αἱ σημασίαι αὗται [[εἶναι]] συχναὶ παρὰ Πλάτωνι. ΙΙ. ὡς ἀπεικάσαι = ὡς ἐπεικάσαι, καθ’ ὅσον δύναταί τις νὰ εἰκάσῃ, νὰ συμπεράνῃ ἐξ είκασίας, Σοφ. Ο. Κ. 16, Τρ. 141, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 1298· ἴδε [[ἐπεικάζω]].
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἀπείκαζον, <i>f.</i> ἀπεικάσομαι, <i>ao.</i> ἀπείκασα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> ἀπεικάσθην, <i>pf.</i> ἀπείκασμαι;<br /><b>I.</b> représenter d’après un modèle, copier ; <i>Pass.</i> être l’image de, ressembler à, τινι;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> se représenter par l’imagination, conjecturer;<br /><b>2</b> assimiler, comparer : τινά τινι une personne à une autre ; τινί [[τι]] une chose à une autre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[εἰκάζω]].
}}
}}