3,277,180
edits
(6_1) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνεξάγω''': [[ἐξάγω]] [[ὁμοῦ]], στρατιὴν Ἡρόδ. 5. 75· ἕως ἂν εἰς φῶς τὸ σὸν [[δόγμα]] ξυνεξαγάγω Πλάτ. Θεαίτ. 157D. ΙΙ. συντελῶ πρὸς ἐξαγωγήν, οἱ ἔμετοι συν. τὸ γλίσχρον Ἀριστ. Προβλ. 2. 22, πρβλ. 37. 2· [[ἥλιος]] σ. τὴν ὑγρότητα Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 13, 5· τοὺς συναγωνιστὰς Πλούτ. 2. 787· συν. ἑαυτόν, ἐπὶ αὐτοκτονίας, Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 23. 2) Παθητ. [[ὡσαύτως]], σ. μανίῃ, παραφέρομαι, συμπαρασύρομαι, Ἀνθ. Πλαν. 128. | |lstext='''συνεξάγω''': [[ἐξάγω]] [[ὁμοῦ]], στρατιὴν Ἡρόδ. 5. 75· ἕως ἂν εἰς φῶς τὸ σὸν [[δόγμα]] ξυνεξαγάγω Πλάτ. Θεαίτ. 157D. ΙΙ. συντελῶ πρὸς ἐξαγωγήν, οἱ ἔμετοι συν. τὸ γλίσχρον Ἀριστ. Προβλ. 2. 22, πρβλ. 37. 2· [[ἥλιος]] σ. τὴν ὑγρότητα Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 13, 5· τοὺς συναγωνιστὰς Πλούτ. 2. 787· συν. ἑαυτόν, ἐπὶ αὐτοκτονίας, Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 23. 2) Παθητ. [[ὡσαύτως]], σ. μανίῃ, παραφέρομαι, συμπαρασύρομαι, Ἀνθ. Πλαν. 128. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> conduire en même temps au dehors;<br /><b>2</b> affranchir avec <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐξάγω]]. | |||
}} | }} |