3,273,773
edits
(6_23) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καθάρειος''': καὶ [[καθάριος]], ον, (καθαρὸς) ἐπὶ προσώπων, [[καθαρός]], ἀγαπῶν τὴν καθαριότητα, [[κομψός]], Λατ. mundus, τοὺς καθαρείους περὶ ὄψιν, περὶ ἀμπεχόνην, περὶ ὅλον τὸν βίον Ἀριστ. Ρητ. 2. 4, 15· καθαριώτατόν ἐστι τὸ [[ζῷον]] (δηλ. ἡ [[μέλισσα]]), ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 40· [[καθάριος]] [[ἀκολουθίσκος]] [[Ποσειδώνιος]] παρ’ Ἀθην. 550Α· [[καθάριος]] τῇ διαίτῃ Διόδ. 5. 33· οἱ καθαριώτεροι Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 492.2· [[οὕτως]] ἐπὶ πραγμάτων, ἐὰν ἡ [[σκευασία]] [[καθάριος]] ᾖ Μένανδρ. ἐν «Φάσματι» 1· καθαριώτερα (ἢ -ειότερα) ὅπλα Πολύβ. 11. 9, 5· βρώματα καθαριώτατα Πλούτ. 2.106C· [[βίος]], [[δίαιτα]] [[καθάρειος]] Ἀθήν. 74D, Πυθαγ. Χρυσᾶ Ἔπη 35· εἰς τὰ καθάρεια (κοινῶς καθαρά) Meineke Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 290. _ καθάριον, τό, καθαρτικόν, Πάπυρ. Ὀξυρρυγχ. Grenfell καὶ Hunt. τ. Ι καὶ ΙΙ (1898-1899): - [[οὕτως]] Ἐπίρρ., καθαρείως, μὲ καθαριότητα, καθαρείως ἐγχέουσιν Ξεν. Κύρ. 1. 3, 8, πρβλ. Ἀθήν. 152Α· μὴ πολυτελῶς, ἀλλὰ καθαρείως Ἄμφις ἐν Φιλεταίρῳ» 1· καθαρίως καὶ λιτῶς Στράβ. 154. ΙΙ. ἐπὶ ὕφους, [[καθαρός]], καθαρεύων, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 244. - Ὁ Cobet, V. LL. σ.82, πιστεύει ὅτι ὁ [[γνήσιος]] Ἀττ. [[τύπος]] [[εἶναι]] [[καθάρειος]], ουχὶ -ιος· παρὰ Νικοστρ. καὶ Εὐβούλῳ ἔνθ’ ἀνωτ., τὸν τύπον τοῦτον ἀπαιτεῖ τὸ [[μέτρον]], ἀλλ’ [[οὐδέποτε]] συμβαίνει τοῦτο διὰ τὸν τύπον [[καθάριος]]. | |lstext='''καθάρειος''': καὶ [[καθάριος]], ον, (καθαρὸς) ἐπὶ προσώπων, [[καθαρός]], ἀγαπῶν τὴν καθαριότητα, [[κομψός]], Λατ. mundus, τοὺς καθαρείους περὶ ὄψιν, περὶ ἀμπεχόνην, περὶ ὅλον τὸν βίον Ἀριστ. Ρητ. 2. 4, 15· καθαριώτατόν ἐστι τὸ [[ζῷον]] (δηλ. ἡ [[μέλισσα]]), ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 40· [[καθάριος]] [[ἀκολουθίσκος]] [[Ποσειδώνιος]] παρ’ Ἀθην. 550Α· [[καθάριος]] τῇ διαίτῃ Διόδ. 5. 33· οἱ καθαριώτεροι Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 492.2· [[οὕτως]] ἐπὶ πραγμάτων, ἐὰν ἡ [[σκευασία]] [[καθάριος]] ᾖ Μένανδρ. ἐν «Φάσματι» 1· καθαριώτερα (ἢ -ειότερα) ὅπλα Πολύβ. 11. 9, 5· βρώματα καθαριώτατα Πλούτ. 2.106C· [[βίος]], [[δίαιτα]] [[καθάρειος]] Ἀθήν. 74D, Πυθαγ. Χρυσᾶ Ἔπη 35· εἰς τὰ καθάρεια (κοινῶς καθαρά) Meineke Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 290. _ καθάριον, τό, καθαρτικόν, Πάπυρ. Ὀξυρρυγχ. Grenfell καὶ Hunt. τ. Ι καὶ ΙΙ (1898-1899): - [[οὕτως]] Ἐπίρρ., καθαρείως, μὲ καθαριότητα, καθαρείως ἐγχέουσιν Ξεν. Κύρ. 1. 3, 8, πρβλ. Ἀθήν. 152Α· μὴ πολυτελῶς, ἀλλὰ καθαρείως Ἄμφις ἐν Φιλεταίρῳ» 1· καθαρίως καὶ λιτῶς Στράβ. 154. ΙΙ. ἐπὶ ὕφους, [[καθαρός]], καθαρεύων, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 244. - Ὁ Cobet, V. LL. σ.82, πιστεύει ὅτι ὁ [[γνήσιος]] Ἀττ. [[τύπος]] [[εἶναι]] [[καθάρειος]], ουχὶ -ιος· παρὰ Νικοστρ. καὶ Εὐβούλῳ ἔνθ’ ἀνωτ., τὸν τύπον τοῦτον ἀπαιτεῖ τὸ [[μέτρον]], ἀλλ’ [[οὐδέποτε]] συμβαίνει τοῦτο διὰ τὸν τύπον [[καθάριος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />pur, propre.<br />'''Étymologie:''' [[καθαρός]]. | |||
}} | }} |