3,277,048
edits
(6_10) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μενετός''': -ή, -όν, ([[μένω]]) περιμένων ἢ διατεθειμένος νὰ περιμένῃ, ὑπομονετικός, [[μακρόθυμος]], μενετοὶ θεοὶ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1620. ΙΙ. ἐπὶ περιστάσεων, οἱ καιροὶ οὐ μενετοί, αἱ εὐκαιρίαι δὲν ἀναμένουσιν, ἡ εὐνοϊκὴ [[περίστασις]] δὲν περιμένει Θουκ. 1. 142. | |lstext='''μενετός''': -ή, -όν, ([[μένω]]) περιμένων ἢ διατεθειμένος νὰ περιμένῃ, ὑπομονετικός, [[μακρόθυμος]], μενετοὶ θεοὶ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1620. ΙΙ. ἐπὶ περιστάσεων, οἱ καιροὶ οὐ μενετοί, αἱ εὐκαιρίαι δὲν ἀναμένουσιν, ἡ εὐνοϊκὴ [[περίστασις]] δὲν περιμένει Θουκ. 1. 142. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui demeure, qui attend : [[οἱ]] καιροὶ [[οὐ]] μενετοί THC l’occasion n’attend pas.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[μένω]]. | |||
}} | }} |