Anonymous

αἱμοβαφής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_7)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αἱμοβᾰφής''': -ές, βεβαμμένος, βεβαπτισμένος ἐν αἵματι, Σοφ. Αἴ. 219, Νόνν.
|lstext='''αἱμοβᾰφής''': -ές, βεβαμμένος, βεβαπτισμένος ἐν αἵματι, Σοφ. Αἴ. 219, Νόνν.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />teint de sang, sanglant.<br />'''Étymologie:''' [[αἷμα]], [[βάπτω]].
}}
}}