3,277,649
edits
(6_13b) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσγελάω''': μέλλ. -άσομαι [ᾰ], [[προσβλέπω]] τινὰ γελῶν, τὸν λαβόντα τῶν ἀνδρῶν θείῃ τύχῃ προσεγέλασε τὸ [[παιδίον]] Ἡρόδ. 5. 92, 3, Εὐρ. Μήδ. 1162, Ἀριστοφ. Εἰρ. 600, Πλάτ., κλπ.· [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., προσγελᾶτε τὸν πανύστατον γέλων Εὐρ. Μήδ. 1041. 2) μεταφορ., ὡς τὸ λατ. arrideo, εὐφραίνω, [[τέρπω]], ὀσμὴ βροτείων αἱμάτων με προσγελᾷ Αἰσχύλ. Εὐμ. 253· σὲ τὰ φυτὰ προσγελάσεται Ἀριστοφ. Εἰρ. 600· προσγελῶσά τε λοπὰς παφλάζει Εὔβουλος ἐν «Τιτᾶσι» 1, πρβλ. Δίφιλον ἐν «Ἐμπόρῳ» 2. 5. 3) παρὰ μεταγεν., [[μετὰ]] δοτ., πρ. τινι Ἀριστ. Ἀποσπ. 179, Εὐμάθ. σ. 282· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 463. | |lstext='''προσγελάω''': μέλλ. -άσομαι [ᾰ], [[προσβλέπω]] τινὰ γελῶν, τὸν λαβόντα τῶν ἀνδρῶν θείῃ τύχῃ προσεγέλασε τὸ [[παιδίον]] Ἡρόδ. 5. 92, 3, Εὐρ. Μήδ. 1162, Ἀριστοφ. Εἰρ. 600, Πλάτ., κλπ.· [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., προσγελᾶτε τὸν πανύστατον γέλων Εὐρ. Μήδ. 1041. 2) μεταφορ., ὡς τὸ λατ. arrideo, εὐφραίνω, [[τέρπω]], ὀσμὴ βροτείων αἱμάτων με προσγελᾷ Αἰσχύλ. Εὐμ. 253· σὲ τὰ φυτὰ προσγελάσεται Ἀριστοφ. Εἰρ. 600· προσγελῶσά τε λοπὰς παφλάζει Εὔβουλος ἐν «Τιτᾶσι» 1, πρβλ. Δίφιλον ἐν «Ἐμπόρῳ» 2. 5. 3) παρὰ μεταγεν., [[μετὰ]] δοτ., πρ. τινι Ἀριστ. Ἀποσπ. 179, Εὐμάθ. σ. 282· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 463. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> προσγελάσομαι;<br />sourire à, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[γελάω]]. | |||
}} | }} |