Anonymous

συσκευάζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_13b)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συσκευάζω''': μέλλ. -άσω, βάλλω [[ὁμοῦ]] καὶ [[ἑτοιμάζω]] τὰ πράγματα, δένω τὰς ἀποσκευὰς καὶ τὰς [[ἑτοιμάζω]] δι’ ἄλλον τινά, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 25. 2) ἀπὸ κοινοῦ [[ἑτοιμάζω]], τὸ δεῖπνόν τινι Ἀριστοφ. Σφ. 1251. ― Παθητ., συνεσκευασμένα παρασκευάσματα Ξεν. Οἰκ. 11. 19. β) ἐπὶ κακῆς σημασίας, μηχανῶμαι, ἐπινοῶ, [[σχεδιάζω]], Δημ. 764. 7, πρβλ. 275. 24., 365. 5· ἅπαντα εἰς ἓν [[ψήφισμα]] ὁ αὐτ. 358. 14· σ. λοιδορίας Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Λυκόφρ. 7· σ. τινὶ τὴν βασιλείαν Διον. Ἁλ. 3. 35. ΙΙ. Μέσ., [[μετὰ]] παθ. πρκμ. συνεσκεύασμαι, [[ἑτοιμάζω]] τὰ πράγματά μου, τὰς ἀποσκευάς μου πρὸς ἀναχώρησιν, Λατ. convasate, vasa colligere, Θουκ. 7. 74, Ξεν., κλπ.· σ. ὡς εἰς στρατείαν Ξεν. Ἑλλ. 3, 4, 11· εἰς τὸ ἀπιέναι [[αὐτόθι]] 5. 2, 28· πρὸς τὴν φυγὴν Λουκ. Τίμ. 4· [[μάλιστα]] κατὰ μετοχ. μέσ. ἀορ. α΄ ἢ παθ. πρκμ., ἐν τάξει πορείας, ἕτοιμος πρὸς ἀναχώρησιν, παρεῖναι συνεσκευασμένος Ξεν. Κύρ. 3. 2, 3· πορεύεσθαι συσκευασάμενοι [[αὐτόθι]] 6. 2, 3, κτλ. 2) μετ’ αἰτ., [[οἷον]] στρωμματόδεσμον συσκευάσασθαι Πλάτ. Θεαίτ. 175Ε· συνεσκευασμένος τὰ [[ἑαυτοῦ]] [[ἐνθάδε]], ἔχων πάντα τὰ πράγματά του παρεσκευασμένα ἢ δεδεμένα [[ὁμοῦ]] καὶ κεκομισμένα [[ἐνταῦθα]], Λυσί. 187. 28. πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 32, Ξεν. ἐν Κύρ. 5. 3, 16, κλπ.· ― [[ἑτοιμάζω]], [[παρασκευάζω]], τὴν πορείαν ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 8. 5, 1· σῖτον, ἐπιτήδεια ὁ αὐτ. β) ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὡς τὸ ἐνεργ. (Ι. β), μηχανῶμαι, ἐπινοῶ, [[παρασκευάζω]], τόλμαν καὶ κραυγὴν καὶ ψευδεῖς αἰτίας καὶ συκοφαντίαν καὶ ἀναισχυντίαν. συνεσκευασμένον Δημ. 772. 11· τι κατά τινος Πλουτ. Ἀρτοξ. 18· ἐπί τινα Λουκ. Ἁλιεὺς 25. 3) [[φέρω]] [[ὁμοῦ]] εἰς τὸ αὐτό, οἰκονομῶ καὶ [[συλλέγω]] πρὸς ἰδίαν μου ὠφέλειαν ἢ πρὸς ἴδιόν μου συμφέρον, σ. χρήματα Λυκοῦργ. 149. 44, πρβλ. Δείναρχ. 100. 25· [[ὡσαύτως]], σ. τὸν βίον εἰς ἡδονήν Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 11. 4) διευθετῶ πρὸς τὸ ἴδιόν μου συμφέρον, [[παρασκευάζω]], προδιαθέτω, τὴν Ἑλλάδα Δημ. 438. 14· συσκευάζεται πάντας ἀνθρώπους πρὸς ἡμᾶς ὁ αὐτ. 91. 9· καὶ ἐπὶ ἔρωτος, [[ἴσως]] γὰρ θᾶττον ἀπῆλθες ἢ ἐν ὅσῳ χρόνῳ ὁ [[ἔρως]] πέφυκε συσκευάζεσθαι ἄνθρωπον Ξεν. Κύρ. 5. 1, 16.
|lstext='''συσκευάζω''': μέλλ. -άσω, βάλλω [[ὁμοῦ]] καὶ [[ἑτοιμάζω]] τὰ πράγματα, δένω τὰς ἀποσκευὰς καὶ τὰς [[ἑτοιμάζω]] δι’ ἄλλον τινά, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 25. 2) ἀπὸ κοινοῦ [[ἑτοιμάζω]], τὸ δεῖπνόν τινι Ἀριστοφ. Σφ. 1251. ― Παθητ., συνεσκευασμένα παρασκευάσματα Ξεν. Οἰκ. 11. 19. β) ἐπὶ κακῆς σημασίας, μηχανῶμαι, ἐπινοῶ, [[σχεδιάζω]], Δημ. 764. 7, πρβλ. 275. 24., 365. 5· ἅπαντα εἰς ἓν [[ψήφισμα]] ὁ αὐτ. 358. 14· σ. λοιδορίας Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Λυκόφρ. 7· σ. τινὶ τὴν βασιλείαν Διον. Ἁλ. 3. 35. ΙΙ. Μέσ., [[μετὰ]] παθ. πρκμ. συνεσκεύασμαι, [[ἑτοιμάζω]] τὰ πράγματά μου, τὰς ἀποσκευάς μου πρὸς ἀναχώρησιν, Λατ. convasate, vasa colligere, Θουκ. 7. 74, Ξεν., κλπ.· σ. ὡς εἰς στρατείαν Ξεν. Ἑλλ. 3, 4, 11· εἰς τὸ ἀπιέναι [[αὐτόθι]] 5. 2, 28· πρὸς τὴν φυγὴν Λουκ. Τίμ. 4· [[μάλιστα]] κατὰ μετοχ. μέσ. ἀορ. α΄ ἢ παθ. πρκμ., ἐν τάξει πορείας, ἕτοιμος πρὸς ἀναχώρησιν, παρεῖναι συνεσκευασμένος Ξεν. Κύρ. 3. 2, 3· πορεύεσθαι συσκευασάμενοι [[αὐτόθι]] 6. 2, 3, κτλ. 2) μετ’ αἰτ., [[οἷον]] στρωμματόδεσμον συσκευάσασθαι Πλάτ. Θεαίτ. 175Ε· συνεσκευασμένος τὰ [[ἑαυτοῦ]] [[ἐνθάδε]], ἔχων πάντα τὰ πράγματά του παρεσκευασμένα ἢ δεδεμένα [[ὁμοῦ]] καὶ κεκομισμένα [[ἐνταῦθα]], Λυσί. 187. 28. πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 32, Ξεν. ἐν Κύρ. 5. 3, 16, κλπ.· ― [[ἑτοιμάζω]], [[παρασκευάζω]], τὴν πορείαν ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 8. 5, 1· σῖτον, ἐπιτήδεια ὁ αὐτ. β) ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὡς τὸ ἐνεργ. (Ι. β), μηχανῶμαι, ἐπινοῶ, [[παρασκευάζω]], τόλμαν καὶ κραυγὴν καὶ ψευδεῖς αἰτίας καὶ συκοφαντίαν καὶ ἀναισχυντίαν. συνεσκευασμένον Δημ. 772. 11· τι κατά τινος Πλουτ. Ἀρτοξ. 18· ἐπί τινα Λουκ. Ἁλιεὺς 25. 3) [[φέρω]] [[ὁμοῦ]] εἰς τὸ αὐτό, οἰκονομῶ καὶ [[συλλέγω]] πρὸς ἰδίαν μου ὠφέλειαν ἢ πρὸς ἴδιόν μου συμφέρον, σ. χρήματα Λυκοῦργ. 149. 44, πρβλ. Δείναρχ. 100. 25· [[ὡσαύτως]], σ. τὸν βίον εἰς ἡδονήν Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 11. 4) διευθετῶ πρὸς τὸ ἴδιόν μου συμφέρον, [[παρασκευάζω]], προδιαθέτω, τὴν Ἑλλάδα Δημ. 438. 14· συσκευάζεται πάντας ἀνθρώπους πρὸς ἡμᾶς ὁ αὐτ. 91. 9· καὶ ἐπὶ ἔρωτος, [[ἴσως]] γὰρ θᾶττον ἀπῆλθες ἢ ἐν ὅσῳ χρόνῳ ὁ [[ἔρως]] πέφυκε συσκευάζεσθαι ἄνθρωπον Ξεν. Κύρ. 5. 1, 16.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> faire des approvisionnements pour qqn;<br /><b>2</b> équiper, munir ; <i>fig.</i> concerter, machiner, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> συσκευάζομαι;<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> préparer ses bagages, faire ses paquets, se préparer à partir : [[εἰς]] στρατείαν XÉN faire ses préparatifs pour une expédition ; <i>abs.</i> au <i>part. ao.</i> συσκευασάμενος <i>ou pf.</i> συνεσκευασμένος tout prêt;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> préparer pour soi : πορείαν XÉN se préparer à partir ; <i>fig.</i> σ. τὸν βίον [[εἰς]] ἡδονήν PLUT disposer sa vie pour le plaisir;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> préparer dans son intérêt, disposer en sa faveur ; s’emparer de, acc.;<br /><b>3</b> <i>en mauv. part</i> concerter, machiner.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[σκευάζω]].
}}
}}