Anonymous

κεύθω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_1)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κεύθω''': (ἴδε [[κευθάνω]]): μέλλ. κεύσω Ὀδ.: ἀόρ. α΄ ἔκευσα (ἐπ-) Ὀδ. Ἐπικ. μετ’ ἀναδιπλ. ἀόρ. β΄ ὑποτ. κεκύθω Ὀδ. Ζ. 303: πρκμ. κέκευθα Ὅμ.: ὑπερσ. ἐκεκεύθειν, κεκ-, Ὀδ. Ι. 348, Ἡσ. Θ. 505. ― Παθ., Ὅμ. (Ἐκ τῆς √ΚΥΘ παράγονται «[[ὡσαύτως]] κεῦθος, κευθμών· πρβλ. Σανσκρ. guh, guh-ami (celo)· guh-â (latebra)· gûdh-a (coöpertus)· Λατικ. custosι Ἀγγλο-Σαξον. hyd-an ([[κρύπτω]], κρύπτομαι, Ἀγγλ. hide)· Ἀρχ. Γερμαν. huotj-an (hüten), hut-ta (hutte, hut). Ποιητ. [[ῥῆμα]], [[καλύπτω]] ἐντελῶς, [[κατακαλύπτω]], [[ἀποκρύπτω]] (ἴδε τὴν λέξ. [[κρύπτω]] ἐν τέλ.), ἰδίως ἐπὶ τοῦ τάφου, [[ὅπου]] [[κύθε]] [[γαῖα]], [[ὅπου]] ἡ γῆ τὸν ἐκάλυπτεν, Ὀδ. Γ. 16, καὶ ἐν τῷ παθ., εἰσόκεν αὐτὸς ἐγὼν Ἄϊδι κεύθωμαι, δηλ. ἕως οὗ καταβῶ εἰς τὸν ᾍδην, Ἰλ. Ψ. 244· [[οὕτως]], ὃν οὐδὲ κατθανόντα [[γαῖα]] κ. Αἰσχύλ. Πρ. 571, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 325· [[ὡσαύτως]], ὁπότ’ ἄν σε δόμοι [[κεκύθωσι]], δηλ. [[ὁπόταν]] εἰσέλθῃς εἰς τὴν οἰκίαν, Ὀδ. Ζ. 303, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 1229., Εὐρ. Ἑκ. 880· ― ἐν τῷ πρκμ., [[περιέχω]], [[περιλαμβάνω]], ὡς τὸ [[στέγω]], ὅσσα [[πτόλις]] ἥδε κέκευθεν Ἰλ. Χ. 118· οἷόν τι ποτόν... [[νηῦς]] ἐκεκεύθει Ὀδ. Ι. 348· Ἀρχεδίκην ἥδε κέκευθε [[κόνις]] Σιμωνίδ. παρὰ Θουκ. 6. 59· [[εἴπερ]] τόδε κέκευθεν αὐτὸν [[τεῦχος]], ἐπὶ τεφροδόχου λάρνακος, Σοφ. Ἠλ. 1120, πρβλ. Αἰσχύλ. Χο. 687, Εὐρ. Ι. Α. 112· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἑλλ. Ἐπιγρ. 1081. 2) [[ἀποκρύπτω]], καὶ ἐν τῷ πρκμ. διατηρῶ τι κεκρυμμένον ἢ κρυπτόν, δόλῳ δ’ ὅγε δάκρυα κεῦθεν Ὀδ. Τ. 212· ὅς χ’ ἕτερον μὲν κεύθει ἐνὶ φρεσὶ [[ἄλλο]] δὲ βάζει Ἰλ. Ι. 313· μῆτιν ἐνὶ στήθεσσι κέκευθεν Ὀδ. Γ. 18, πρβλ. Θ. 548, Ω, 474· [[οὐκέτι]] κεύθετε θυμῷ βρωτὺν οὐδὲ ποτῆτα, δὲν δύνασθε πλέον νὰ κρύψητε.., Σ. 406 ― οὕτω, κ. φόνον Ἐμπεδ. 347· κ. τι [[ἔνδον]] καρδίας Αἰσχύλ. Χο. 102, πρβλ. 739· σιγῇ κ. Σοφ. Τρ. 989· κακόν τι κεύθεις καὶ στέγεις ὑπὸ σκότῳ Εὐρ. Φοίν. 1214· [[μῦθος]] ὃν [[κεύθω]] ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 295· τί κεύθων... σοφόν; ὁ αὐτ. ἐν [[Ἡρακλ]]. 879· κ. μῆνιν, [[ὑποθάλπω]], [[ὑποτρέφω]] τὴν ὀργήν, ὡς τὸ πέσσειν χόλον, [[αὐτόθι]] 762. 3) [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ., [[οὐδέ]] σε κεύσω [[ταῦτα]], οὐδὲ θὰ κρύψω ἀπὸ σοῦ, Ὀδ. Γ. 187, πρβλ. Ἐρατοσθ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. Παρὰ Τραγ. [[ἐνίοτε]] ἀμεταβ., εἶμαι κεκρυμμένος, Σοφ. Ο. Τ. 968, Αἴ 653· ― ἰδίως ἐν τῷ πρκμ., Αἰσχύλ. Θήβ. 589, Σοφ. Ἀντ. 911, Ἠλ. 868.
|lstext='''κεύθω''': (ἴδε [[κευθάνω]]): μέλλ. κεύσω Ὀδ.: ἀόρ. α΄ ἔκευσα (ἐπ-) Ὀδ. Ἐπικ. μετ’ ἀναδιπλ. ἀόρ. β΄ ὑποτ. κεκύθω Ὀδ. Ζ. 303: πρκμ. κέκευθα Ὅμ.: ὑπερσ. ἐκεκεύθειν, κεκ-, Ὀδ. Ι. 348, Ἡσ. Θ. 505. ― Παθ., Ὅμ. (Ἐκ τῆς √ΚΥΘ παράγονται «[[ὡσαύτως]] κεῦθος, κευθμών· πρβλ. Σανσκρ. guh, guh-ami (celo)· guh-â (latebra)· gûdh-a (coöpertus)· Λατικ. custosι Ἀγγλο-Σαξον. hyd-an ([[κρύπτω]], κρύπτομαι, Ἀγγλ. hide)· Ἀρχ. Γερμαν. huotj-an (hüten), hut-ta (hutte, hut). Ποιητ. [[ῥῆμα]], [[καλύπτω]] ἐντελῶς, [[κατακαλύπτω]], [[ἀποκρύπτω]] (ἴδε τὴν λέξ. [[κρύπτω]] ἐν τέλ.), ἰδίως ἐπὶ τοῦ τάφου, [[ὅπου]] [[κύθε]] [[γαῖα]], [[ὅπου]] ἡ γῆ τὸν ἐκάλυπτεν, Ὀδ. Γ. 16, καὶ ἐν τῷ παθ., εἰσόκεν αὐτὸς ἐγὼν Ἄϊδι κεύθωμαι, δηλ. ἕως οὗ καταβῶ εἰς τὸν ᾍδην, Ἰλ. Ψ. 244· [[οὕτως]], ὃν οὐδὲ κατθανόντα [[γαῖα]] κ. Αἰσχύλ. Πρ. 571, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 325· [[ὡσαύτως]], ὁπότ’ ἄν σε δόμοι [[κεκύθωσι]], δηλ. [[ὁπόταν]] εἰσέλθῃς εἰς τὴν οἰκίαν, Ὀδ. Ζ. 303, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 1229., Εὐρ. Ἑκ. 880· ― ἐν τῷ πρκμ., [[περιέχω]], [[περιλαμβάνω]], ὡς τὸ [[στέγω]], ὅσσα [[πτόλις]] ἥδε κέκευθεν Ἰλ. Χ. 118· οἷόν τι ποτόν... [[νηῦς]] ἐκεκεύθει Ὀδ. Ι. 348· Ἀρχεδίκην ἥδε κέκευθε [[κόνις]] Σιμωνίδ. παρὰ Θουκ. 6. 59· [[εἴπερ]] τόδε κέκευθεν αὐτὸν [[τεῦχος]], ἐπὶ τεφροδόχου λάρνακος, Σοφ. Ἠλ. 1120, πρβλ. Αἰσχύλ. Χο. 687, Εὐρ. Ι. Α. 112· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἑλλ. Ἐπιγρ. 1081. 2) [[ἀποκρύπτω]], καὶ ἐν τῷ πρκμ. διατηρῶ τι κεκρυμμένον ἢ κρυπτόν, δόλῳ δ’ ὅγε δάκρυα κεῦθεν Ὀδ. Τ. 212· ὅς χ’ ἕτερον μὲν κεύθει ἐνὶ φρεσὶ [[ἄλλο]] δὲ βάζει Ἰλ. Ι. 313· μῆτιν ἐνὶ στήθεσσι κέκευθεν Ὀδ. Γ. 18, πρβλ. Θ. 548, Ω, 474· [[οὐκέτι]] κεύθετε θυμῷ βρωτὺν οὐδὲ ποτῆτα, δὲν δύνασθε πλέον νὰ κρύψητε.., Σ. 406 ― οὕτω, κ. φόνον Ἐμπεδ. 347· κ. τι [[ἔνδον]] καρδίας Αἰσχύλ. Χο. 102, πρβλ. 739· σιγῇ κ. Σοφ. Τρ. 989· κακόν τι κεύθεις καὶ στέγεις ὑπὸ σκότῳ Εὐρ. Φοίν. 1214· [[μῦθος]] ὃν [[κεύθω]] ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 295· τί κεύθων... σοφόν; ὁ αὐτ. ἐν [[Ἡρακλ]]. 879· κ. μῆνιν, [[ὑποθάλπω]], [[ὑποτρέφω]] τὴν ὀργήν, ὡς τὸ πέσσειν χόλον, [[αὐτόθι]] 762. 3) [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ., [[οὐδέ]] σε κεύσω [[ταῦτα]], οὐδὲ θὰ κρύψω ἀπὸ σοῦ, Ὀδ. Γ. 187, πρβλ. Ἐρατοσθ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. Παρὰ Τραγ. [[ἐνίοτε]] ἀμεταβ., εἶμαι κεκρυμμένος, Σοφ. Ο. Τ. 968, Αἴ 653· ― ἰδίως ἐν τῷ πρκμ., Αἰσχύλ. Θήβ. 589, Σοφ. Ἀντ. 911, Ἠλ. 868.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> κεύσω, <i>ao.2</i> ἔκυθον, <i>pf.</i> [[κέκευθα]];<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> cacher, renfermer, tenir caché <i>ou</i> renfermé, contenir;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> renfermer dans son cœur, dans sa pensée : τινά [[τι]], cacher qch à qqn;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> être caché, renfermé ; [[κέκευθα]] être caché, <i>d’où</i> être sous la terre.<br />'''Étymologie:''' R. Κυθ, cacher.
}}
}}