Anonymous

ἀπόλεκτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπόλεκτος''': -ον, ([[ἀπολέγω]]) [[ἐκλεκτός]], [[ἐξαίρετος]], Θουκ. 6. 68· Ξεν. Ἀν. 2. 3, 15, πρβλ. Λοβ. Παραλειπ. 495.
|lstext='''ἀπόλεκτος''': -ον, ([[ἀπολέγω]]) [[ἐκλεκτός]], [[ἐξαίρετος]], Θουκ. 6. 68· Ξεν. Ἀν. 2. 3, 15, πρβλ. Λοβ. Παραλειπ. 495.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />choisi, distingué.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπολέγω]].
}}
}}