Anonymous

ἀνερεύνητος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνερεύνητος''': -ον, ὁ μὴ ἀνερευνηθείς, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 298C· ἀν. παραλιπεῖν τι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 22. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀνερευνήσῃ ἢ νὰ ἀνεύρῃ, Πλάτ. Κρατ. 421D: ἀνερεύνητα δυσθυμεῖσθαι, ἀθυμῶ, βασανίζομαι περὶ ἀνερευνήτων, ἀνεξιχνιάστων πραγμάτων, Εὐρ. Ἴων 255.
|lstext='''ἀνερεύνητος''': -ον, ὁ μὴ ἀνερευνηθείς, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 298C· ἀν. παραλιπεῖν τι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 22. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀνερευνήσῃ ἢ νὰ ἀνεύρῃ, Πλάτ. Κρατ. 421D: ἀνερεύνητα δυσθυμεῖσθαι, ἀθυμῶ, βασανίζομαι περὶ ἀνερευνήτων, ἀνεξιχνιάστων πραγμάτων, Εὐρ. Ἴων 255.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non exploré.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἐρευνάω]].
}}
}}