Anonymous

πολίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_6)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολίζω''': Ἐπικ. ἀόρ. πόλισσα· ([[πόλις]])· ― οἰκοδομῶ, [[κτίζω]], [[τειχίζω]], [[ἱδρύω]], [[οἰκίζω]], [[συνοικίζω]] πόλιν, [[τεῖχος]] πολίσσαμεν Ἰλ. Ζ. 453· ἣν ἐπόλισσεν· (δηλ. τὴν πόλιν) Συλλ. Ἐπιγρ. 4925. ― Παθ., [[Ἴλιος]] πεπόλιστο Ἰλ. Υ. 217· ― [[Δωδώνη]] πεπόλισται Ἡσ. Ἀποσπ. 39. 5· [[οὕτως]] Ἡρόδ. 4. 108., 5. 13, 52, κ. ἀλλ.· ἐφ’ ἁμαξῶν πεπολισμένοι Φιλόστ. 265· ― Μέσ., οἰκοδομῶ δι’ ἐμαυτόν, τὴν Ῥώμην σὺν τοῖς ἄλλοις ἐπολίσαντο Διοδ. Ἱστ. 1. 30. ΙΙ. [[χωρίον]] πολίζειν, εἰς χώραν τινὰ [[ἱδρύω]] ἀποικίαν κτίζων πόλιν, Ξεν. Ἀν. 6, 4, 4· τὴν χώραν Στράβ. 364· τὸν τόπον Πλουτ. Ρωμ. 9. ― Φαίνεται ὅτι [[κυρίως]] ἦτο Ἰων. [[ῥῆμα]].
|lstext='''πολίζω''': Ἐπικ. ἀόρ. πόλισσα· ([[πόλις]])· ― οἰκοδομῶ, [[κτίζω]], [[τειχίζω]], [[ἱδρύω]], [[οἰκίζω]], [[συνοικίζω]] πόλιν, [[τεῖχος]] πολίσσαμεν Ἰλ. Ζ. 453· ἣν ἐπόλισσεν· (δηλ. τὴν πόλιν) Συλλ. Ἐπιγρ. 4925. ― Παθ., [[Ἴλιος]] πεπόλιστο Ἰλ. Υ. 217· ― [[Δωδώνη]] πεπόλισται Ἡσ. Ἀποσπ. 39. 5· [[οὕτως]] Ἡρόδ. 4. 108., 5. 13, 52, κ. ἀλλ.· ἐφ’ ἁμαξῶν πεπολισμένοι Φιλόστ. 265· ― Μέσ., οἰκοδομῶ δι’ ἐμαυτόν, τὴν Ῥώμην σὺν τοῖς ἄλλοις ἐπολίσαντο Διοδ. Ἱστ. 1. 30. ΙΙ. [[χωρίον]] πολίζειν, εἰς χώραν τινὰ [[ἱδρύω]] ἀποικίαν κτίζων πόλιν, Ξεν. Ἀν. 6, 4, 4· τὴν χώραν Στράβ. 364· τὸν τόπον Πλουτ. Ρωμ. 9. ― Φαίνεται ὅτι [[κυρίως]] ἦτο Ἰων. [[ῥῆμα]].
}}
{{bailly
|btext=bâtir <i>ou</i> fonder une ville ; <i>avec</i> l’acc., couvrir de constructions.<br />'''Étymologie:''' [[πόλις]].
}}
}}