3,274,816
edits
(6_9) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπουσία''': ἡ, (ἀπεῖναι) τὸ μὴ παρεῖναι, [[ἀπουσία]] ὡς καὶ νῦν, λέοντος εὐγενοῦς ἀπουσίᾳ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1259, τῆς ἐμῆς ἀπουσίας Εὐρ. Ἑκ. 962, Θουκ. 1. 70, κτλ. ΙΙ. «[[ἀπόλειψις]]» (Ἡσύχ.) [[ἀπώλεια]], κοιν. «φύρα», ὡς π.χ. κατὰ τὴν χώνευσιν μεταλλούχου γῆς, ἀπουσίαν γίγνεσθαι πολλὴν (δηλ. ἀπορρεῖν πολλὰ τοῦ σιδήρου τηκομένου) καὶ τὸν σταθμὸν ἐλάττω Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 6, 10, Διόδ. 3. 14. ΙΙΙ. = ἀποσπερματισμός καὶ γὰρ οἱ Ἕλληνες τὴν τοῦ σπέρματος πρόεσιν ἀπουσίαν καλοῦσι, καὶ συνουσίαν τὴν μῖξιν Πλούτ. 2. 364D, ἴδε Οὐϋττεμβ. ἐν τόπῳ. | |lstext='''ἀπουσία''': ἡ, (ἀπεῖναι) τὸ μὴ παρεῖναι, [[ἀπουσία]] ὡς καὶ νῦν, λέοντος εὐγενοῦς ἀπουσίᾳ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1259, τῆς ἐμῆς ἀπουσίας Εὐρ. Ἑκ. 962, Θουκ. 1. 70, κτλ. ΙΙ. «[[ἀπόλειψις]]» (Ἡσύχ.) [[ἀπώλεια]], κοιν. «φύρα», ὡς π.χ. κατὰ τὴν χώνευσιν μεταλλούχου γῆς, ἀπουσίαν γίγνεσθαι πολλὴν (δηλ. ἀπορρεῖν πολλὰ τοῦ σιδήρου τηκομένου) καὶ τὸν σταθμὸν ἐλάττω Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 6, 10, Διόδ. 3. 14. ΙΙΙ. = ἀποσπερματισμός καὶ γὰρ οἱ Ἕλληνες τὴν τοῦ σπέρματος πρόεσιν ἀπουσίαν καλοῦσι, καὶ συνουσίαν τὴν μῖξιν Πλούτ. 2. 364D, ἴδε Οὐϋττεμβ. ἐν τόπῳ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />absence.<br />'''Étymologie:''' part. prés. de [[ἄπειμι]]¹. | |||
}} | }} |