Anonymous

νεόφοιτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_17)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεόφοιτος''': -ον, ὁ [[μόλις]] ἀρξάμενος νὰ περιφέρηται, Κόλουθ. 383. ΙΙ. Παθ., ὁ νεωστὶ πατηθείς, νεοβάδιστος, Ἀνθ. Π. 7. 699.
|lstext='''νεόφοιτος''': -ον, ὁ [[μόλις]] ἀρξάμενος νὰ περιφέρηται, Κόλουθ. 383. ΙΙ. Παθ., ὁ νεωστὶ πατηθείς, νεοβάδιστος, Ἀνθ. Π. 7. 699.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> nouvellement arrivé;<br /><b>2</b> nouvellement visité.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[φοιτάω]].
}}
}}