Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

νεόφοιτος

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεόφοιτος Medium diacritics: νεόφοιτος Low diacritics: νεόφοιτος Capitals: ΝΕΟΦΟΙΤΟΣ
Transliteration A: neóphoitos Transliteration B: neophoitos Transliteration C: neofoitos Beta Code: neo/foitos

English (LSJ)

νεόφοιτον,
A having just arrived, newcomer, Coluth.390.
II Pass., newly trodden, ἠέρα AP7.699.

German (Pape)

[Seite 245] eben, seit Kurzem herumgehend, auch passiv., eben betreten, erst sp. D., wie Coluth. 383, Tryphiod. 363; Ep. ad. 396 (VII, 699).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 nouvellement arrivé;
2 nouvellement visité.
Étymologie: νέος, φοιτάω.

Russian (Dvoretsky)

νεόφοιτος: недавно посещенный, т. е. свежий (τύμβος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

νεόφοιτος: -ον, ὁ μόλις ἀρξάμενος νὰ περιφέρηται, Κόλουθ. 383. ΙΙ. Παθ., ὁ νεωστὶ πατηθείς, νεοβάδιστος, Ἀνθ. Π. 7. 699.

Greek Monolingual

νεόφοιτος, -ον (Α)
1. αυτός που πρόσφατα άρχισε να συχνάζει κάπου
2. αυτός που μόλις έφτασε κάπου
3. (με παθ. σημ.) αυτός που πατήθηκε για πρώτη φορά («Ἰκάρου ὦ νεόφοιτον ἐς ἠέρα πωτηθέντος... τύμβε», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -φοιτος (< φοιτῶ), πρβλ. ομόφοιτος].

Greek Monotonic

νεόφοιτος: -ον (φοιτάω), αυτός που άρχισε πρόσφατα να περιφέρεται, σε Ανθ.

Middle Liddell

νεό-φοιτος, ον, φοιτάω
newly trodden, Anth.