ἀμέλγω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμέλγω''': [ᾰ]: μέλλ. -ξω, = ἀρμέγω, μετ’ αἰτ. τοῦ ἀμελγομένου ζῴου, μῆλα..., ὅσσ’ ἤμελγε Ὀδ. Ι. 238· ἤμελγεν ὄϊς καὶ μηκάδας αἶγας [[αὐτόθι]] 244: βόας Θεόκρ. 4. 3: - Μέσ. [[μετὰ]] μεταφ. σημασίας ἀμέλγεσθαι τοὺς ξένους, [[λαμβάνω]] ὅ,τι ἔχουν, τοὺς γυμνώνω, κοινῶς: «τοὺς ἀρμέγω», Ἀριστοφ. Ἱππ. 325· ἀμ. χροὸς [[αἷμα]] Νικ. Ἀλεξιφ. 506. ΙΙ μετ’ αἰτ. τοῦ ἀμελγομένου ἐκ τῶν ζῴων γάλακτος, ἀμ. [[γάλα]] Ἡρόδ. 4. 2· καὶ κατὰ παθ., ὄϊες... ἀμελγόμεναι [[γάλα]] λευκὸν Ἰλ. Δ. 434· [[γάλα]] πολὺ ἀμ. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 21, 6, πρβλ. 20, 10· [[νέκταρ]] ἀμέλγονται Ἴων 1 Bgk.: - Μέσ. [[ἐπιτρέπω]] νὰ θηλάσῃ Ὀππ. Κ. 1. 437. 2) μεταφ. [[ἐκθλίβω]] τι ὡς [[γάλα]], [[ἐξάγω]]· ἐκ βοτρύων ξανθὸν ἔμελξε [[γάνος]] Ἀνθολ. Π. 9. 645· δάκρυ ἠλέκτροιο Διον. Π. 293. ΙΙΙ. [[πίνω]] «βυζαχτά», αὐτὸ λαβὼν [[ποτὶ]] [[χεῖλος]] ἀμέλξω Θεόκρ. 23. 25: -πρβλ. Βίωνα 1. 48, καὶ [[συχν]]. παρὰ Νόνν. (Ἐκ √ΜΕΛΓ, [[μετὰ]] προθεματ. α παράγεται καὶ τὸ ἀμολγεύς, κτλ. πρβλ. Λατ. mulctra, κτλ.: Παλαιοσκανδιν. milk-ja, Παλ. Ὑψ. Γερμ. milch-u, Λιθ. mélz-u, (mulgeo). Ἡ√ΜΕΡΓ (ἴδε [[ἀμέργω]]) [[εἶναι]] [[συγγενής]]· ἀλλὰ ὁ ἔχων τὸ Λ [[τύπος]] περιορίζεται εἰς τὰ Εὐρωπαϊκὰ ἔθνη: πρβλ. τὸ τῆς λαλουμένης «ἀρμέγω». Τὸ Λατ. mulceo ὁ Κούρτιος τὸ ἀνάγει εἰς [[ἄλλην]] ῥίζαν.
|lstext='''ἀμέλγω''': [ᾰ]: μέλλ. -ξω, = ἀρμέγω, μετ’ αἰτ. τοῦ ἀμελγομένου ζῴου, μῆλα..., ὅσσ’ ἤμελγε Ὀδ. Ι. 238· ἤμελγεν ὄϊς καὶ μηκάδας αἶγας [[αὐτόθι]] 244: βόας Θεόκρ. 4. 3: - Μέσ. [[μετὰ]] μεταφ. σημασίας ἀμέλγεσθαι τοὺς ξένους, [[λαμβάνω]] ὅ,τι ἔχουν, τοὺς γυμνώνω, κοινῶς: «τοὺς ἀρμέγω», Ἀριστοφ. Ἱππ. 325· ἀμ. χροὸς [[αἷμα]] Νικ. Ἀλεξιφ. 506. ΙΙ μετ’ αἰτ. τοῦ ἀμελγομένου ἐκ τῶν ζῴων γάλακτος, ἀμ. [[γάλα]] Ἡρόδ. 4. 2· καὶ κατὰ παθ., ὄϊες... ἀμελγόμεναι [[γάλα]] λευκὸν Ἰλ. Δ. 434· [[γάλα]] πολὺ ἀμ. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 21, 6, πρβλ. 20, 10· [[νέκταρ]] ἀμέλγονται Ἴων 1 Bgk.: - Μέσ. [[ἐπιτρέπω]] νὰ θηλάσῃ Ὀππ. Κ. 1. 437. 2) μεταφ. [[ἐκθλίβω]] τι ὡς [[γάλα]], [[ἐξάγω]]· ἐκ βοτρύων ξανθὸν ἔμελξε [[γάνος]] Ἀνθολ. Π. 9. 645· δάκρυ ἠλέκτροιο Διον. Π. 293. ΙΙΙ. [[πίνω]] «βυζαχτά», αὐτὸ λαβὼν [[ποτὶ]] [[χεῖλος]] ἀμέλξω Θεόκρ. 23. 25: -πρβλ. Βίωνα 1. 48, καὶ [[συχν]]. παρὰ Νόνν. (Ἐκ √ΜΕΛΓ, [[μετὰ]] προθεματ. α παράγεται καὶ τὸ ἀμολγεύς, κτλ. πρβλ. Λατ. mulctra, κτλ.: Παλαιοσκανδιν. milk-ja, Παλ. Ὑψ. Γερμ. milch-u, Λιθ. mélz-u, (mulgeo). Ἡ√ΜΕΡΓ (ἴδε [[ἀμέργω]]) [[εἶναι]] [[συγγενής]]· ἀλλὰ ὁ ἔχων τὸ Λ [[τύπος]] περιορίζεται εἰς τὰ Εὐρωπαϊκὰ ἔθνη: πρβλ. τὸ τῆς λαλουμένης «ἀρμέγω». Τὸ Λατ. mulceo ὁ Κούρτιος τὸ ἀνάγει εἰς [[ἄλλην]] ῥίζαν.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἤμελγον, <i>f.</i> ἀμέλξω, <i>ao.</i> ἤμελξα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f. et ao. inus., pf.</i> ἤμελγμαι;<br /><b>1</b> traire : μῆλα, [[ὄϊς]] des brebis ; βόας des vaches ; [[γάλα]] du lait ; ὄϊες ἀμελγόμεναι [[γάλα]] IL brebis dont on trait le lait;<br /><b>2</b> sucer, boire, acc..<br />'''Étymologie:''' ἀ- prosth., R. Μελγ traire ; cf. <i>lat.</i> mulgeo, <i>all.</i> Milch, <i>angl.</i> milk.
}}
}}