Anonymous

συνεπιστρέφω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_14)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεπιστρέφω''': μέλλ. -ψω, [[στρέφω]] συγχρόνως, [[περιστρέφω]] [[ὁμοῦ]], Κλωθὼ τῇ δεξιᾷ χειρὶ ἐφαπτομένην συνεπιστρέφειν τοῦ ἀτράκτου τὴν ἔξω περιφορὰν Πλάτ. Πολ. 617C, πρβλ. Τίμ. 84C. 2) ἀπὸ κοινοῦ [[στρέφω]] [[πρός]] τι, καθιστῶ τινα προσεκτικόν, Πλουτ. Νουμ. 14· τὸν ἀκροατὴν πρὸς ἑαυτὸν ὁ αὐτ. 2. 542C, κτλ. ― Παθ., οὐ πρὸς ἓν [[τέλος]] ὀφείλοντας ἐξ ἀρχῆς ἄγεσθαι καὶ συνεπιστρέφεσθαι τοῖς ἤθεσι ὁ αὐτ. ἐν Λυκούργ. καὶ Νουμ. Συγκρ. 4. ΙΙ. ἀμεταβ., στρέφομαι [[ὁμοῦ]] [[πρός]] τι, πρὸς ἀλλήλας ὁ αὐτ. ἐν Νουμ. 13.
|lstext='''συνεπιστρέφω''': μέλλ. -ψω, [[στρέφω]] συγχρόνως, [[περιστρέφω]] [[ὁμοῦ]], Κλωθὼ τῇ δεξιᾷ χειρὶ ἐφαπτομένην συνεπιστρέφειν τοῦ ἀτράκτου τὴν ἔξω περιφορὰν Πλάτ. Πολ. 617C, πρβλ. Τίμ. 84C. 2) ἀπὸ κοινοῦ [[στρέφω]] [[πρός]] τι, καθιστῶ τινα προσεκτικόν, Πλουτ. Νουμ. 14· τὸν ἀκροατὴν πρὸς ἑαυτὸν ὁ αὐτ. 2. 542C, κτλ. ― Παθ., οὐ πρὸς ἓν [[τέλος]] ὀφείλοντας ἐξ ἀρχῆς ἄγεσθαι καὶ συνεπιστρέφεσθαι τοῖς ἤθεσι ὁ αὐτ. ἐν Λυκούργ. καὶ Νουμ. Συγκρ. 4. ΙΙ. ἀμεταβ., στρέφομαι [[ὁμοῦ]] [[πρός]] τι, πρὸς ἀλλήλας ὁ αὐτ. ἐν Νουμ. 13.
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> aider à tourner vers soi, <i>càd</i> à rendre attentif ; <i>fig.</i> attirer vers soi l’attention de, acc.;<br /><b>2</b> <i>Pass.</i> se tourner <i>ou</i> s’appliquer : τοῖς ἤθεσι PLUT de toute la force de son caractère à qch;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> se tourner <i>ou</i> se retourner ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπιστρέφω]].
}}
}}