3,256,975
edits
(6_21) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀξύβᾰφον''': τό, ([[βάπτω]]) μικρὸν ὄξους δεκτικὸν [[σκεῦος]], ἀλλὰ καὶ [[ποτήριον]] καὶ [[εἶδος]] μικρᾶς κύλικος κεραμέας, Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 8, Ἀριστοφ. Ὄρν. 361, πρβλ. Εὔβουλον ἐν «Μυλωθρίδι» 1. 2, κτλ. 2) μικρὸν [[εἶδος]] κυμβάλου, Chappell Anc. Music σ. 293. ΙΙ. ὡς [[μέτρον]], τὸ τέταρτον κοτύλης, [[περίπου]] τὸ ἓν ὄγδοον τῆς λίτρας, μέλιτος Ἄλεξ. ἐν «Παννυχίδι» 1. 11, πρβλ. Νικ. Θηρ. 598. | |lstext='''ὀξύβᾰφον''': τό, ([[βάπτω]]) μικρὸν ὄξους δεκτικὸν [[σκεῦος]], ἀλλὰ καὶ [[ποτήριον]] καὶ [[εἶδος]] μικρᾶς κύλικος κεραμέας, Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 8, Ἀριστοφ. Ὄρν. 361, πρβλ. Εὔβουλον ἐν «Μυλωθρίδι» 1. 2, κτλ. 2) μικρὸν [[εἶδος]] κυμβάλου, Chappell Anc. Music σ. 293. ΙΙ. ὡς [[μέτρον]], τὸ τέταρτον κοτύλης, [[περίπου]] τὸ ἓν ὄγδοον τῆς λίτρας, μέλιτος Ἄλεξ. ἐν «Παννυχίδι» 1. 11, πρβλ. Νικ. Θηρ. 598. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br /><b>I.</b> sorte de saucière pour le vinaigre ; <i>p. ext.</i><br /><b>1</b> saucière <i>ou</i> bol <i>en gén.</i><br /><b>2</b> vase à boire en forme de saucière;<br /><b>II.</b> mesure d’un quart de cotyle <i>ou</i> de 24 drachmes.<br />'''Étymologie:''' [[ὀξύς]], [[βάπτω]]. | |||
}} | }} |