Anonymous

ἐξαρτίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξαρτίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ: - συμπληρῶ, τελειώνω, ὅτε δὲ ἐγένετο ἡμᾶς ἐξαρτῆσαι τὰς ἡμέρας Πράξεις Ἀποστ. κα΄, 5. ΙΙ. τελειώνω [[οἰκοδόμημα]], Συλλ. Ἐπιγρ. 2208· ἐξ. πλοῖα, παρασκευάζειν [[προσηκόντως]], ἐφοπλίζειν, Ἀρρ. Περίπλους Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σ. 11. - Παθ., εἶμαι ἐντελῶς παρεσκευασμένος, ἕτοιμος, [[σῖτος]] [[αὐτόθι]] σ. 8· πρὸς πᾶν [[ἔργον]] ἀγαθὸν ἐξηρτισμένος πρὸς Τιμόθ. Β΄, Ἐπιστ. γ΄, 17: - Μέσ., προμηθεύομαί τι, ἐφοδιάζομαι μέ τι, καὶ τὰ ἄλλα ἐξήρτιστο Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. Α, 33.
|lstext='''ἐξαρτίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ: - συμπληρῶ, τελειώνω, ὅτε δὲ ἐγένετο ἡμᾶς ἐξαρτῆσαι τὰς ἡμέρας Πράξεις Ἀποστ. κα΄, 5. ΙΙ. τελειώνω [[οἰκοδόμημα]], Συλλ. Ἐπιγρ. 2208· ἐξ. πλοῖα, παρασκευάζειν [[προσηκόντως]], ἐφοπλίζειν, Ἀρρ. Περίπλους Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σ. 11. - Παθ., εἶμαι ἐντελῶς παρεσκευασμένος, ἕτοιμος, [[σῖτος]] [[αὐτόθι]] σ. 8· πρὸς πᾶν [[ἔργον]] ἀγαθὸν ἐξηρτισμένος πρὸς Τιμόθ. Β΄, Ἐπιστ. γ΄, 17: - Μέσ., προμηθεύομαί τι, ἐφοδιάζομαι μέ τι, καὶ τὰ ἄλλα ἐξήρτιστο Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. Α, 33.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> mettre en état ; <i>Pass.</i> être préparé;<br /><b>2</b> compléter, accomplir;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐξαρτίζομαι (<i>pqp. 3ᵉ sg.</i> ἐξήρτιστο) se pourvoir de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἀρτίζω]].
}}
}}