Anonymous

χρώς: Difference between revisions

From LSJ
1,054 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_5
(6_14)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χρώς''': ὁ, γεν. χρωτός, αἰτ. χρῶτα· Ἐπικ. καὶ Ἰωνικ. γεν. [[χροός]], δοτ. χροΐ, αἰτ. [[χρόα]], ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ., πλὴν τῆς γεν. χρωτὸς ἐν Ἰλ. Κ. 575, αἰτ. χρῶτα Ὀδ. Σ. 172, 179, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 554· ὁ Πίνδ. ἔχει χρωτί, χρῶτα, Π. 1. 107, Ι. 4(3). 40. οἱ τύποι οὗτοι [[εἶναι]] [[ὡσαύτως]] συχνοὶ παρὰ τοῖς Τραγ., ἀλλ’ ἡ Ἰων. δοτ. χροῒ ἀπαντᾷ παρὰ Σοφ. Τραχ. 609, καὶ οἱ τύποι [[χροός]], χροΐ, [[χρόα]], [[εἶναι]] συχνοὶ παρ’ Εὐρ.· - ὁ Ἀττ. [[τύπος]] τῆς δοτ. χρῷ ἀπαντᾷ ἐν τῇ φράσει ἐν χρῷ, ἴδε κατωτ. Ι. 2, ἡ δὲ Σαπφὼ 2. 10 ἔχει συνῃρ. αἰτ. χρῶ (ἀνθ’ ἧς ὁ Ahrens προτιμᾷ τὴν γραφὴν χρῶν). Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] [[λίαν]] [[σπανία]] παρὰ τοῖς κωμ. καὶ τοῖς πεζογράφοις τῶν Ἀττ., ἴδε κατωτ., Κυρίως, ὡς τὸ [[χρόα]] ([[χροιά]]), [[χρῶμα]], σημαίνει τὴν ἐπιφάνειαν παντὸς σώματος, [[μάλιστα]] τοῦ ἀνθρωπίνου, δέρμα, ἐπιδερμίς, οὔ σφι [[λίθος]] χρὼς οὐδὲ [[σίδηρος]] Ἰλ. Δ. 510· καὶ γάρ θην τούτῳ τρωτὸς χρὼς Φ. 568· χρῶτ’ ἀπονιψαμένη Ὀδύσ. Σ. 171 ἀκρότατον δ’ ἄρ’ ὀϊστὸς ἐπέγραψε [[χρόα]] Ἰλ. Δ. 139 ταμέειν [[χρόα]] νηλέϊ χαλκῷ Ν. 501· [[ἐγχείη]] ... λιλαιομένη χροὸς ἆσαι Φ. 168· κακὰ χροῒ εἵματ’ ἔχοντα Ὀδ. Ξ. 506· μύροις ... χρῶτα λιπαίνειν Ἀναξίλας ἐν «Λυροποιῷ» 1· [[μάλιστα]] σημαίνει τὴν σάρκα, φθινύθει δ’ ἄμφ’ ὀστεόφι [[χρώς]] Ὀδ. Π. 145· οὐδὲ τί οἱ χρὼς σήπεται Ἰλ. Ω. 414, πρβλ. Τ. 33 (ἥτις [[χρῆσις]] λέγεται παρὰ Γαληνῷ ὡς ἰδιάζουσα εἰς τοὺς Ἴωνας συγγραφεῖς, πρβλ. Foës. Oec. Hipp.)· τὸ δέρμα τοῦ χρωτὸς Ἑβδ. (Λευ. ΙΓ΄ , 11, κτλ.)· - [[καθόλου]], τὸ [[σῶμα]] τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὀργανισμὸς [[αὐτοῦ]], Πινδ. Π. 1.107, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 192.6· χριμφθῆναι χροῒ ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 790· στεῖλαι νῦν ἀμφὶ χρωτὶ ... πέπλους Εὐρ. Βάκχ. 821, πρβλ. Σοφ. Τραχ. 605· - ὁ πληθ. χρῶτες ἀπαντᾷ ἐν Ἀριστ. Προβλ. 4.12, 1, διὰ τί ... οἱ χρ. ὄζουσι; [[ὡσαύτως]], κατεδήσαντο ... τοὺς ὑγιεῖς χρῶτας, ὡς τραυματίαι Διονύσ. Ἁλ. 9.50. 2) ἐν χροΐ, Ἀττ. ἐν χρῷ, πλησιέστατο πρὸς τὸ δέρμα, ἐν χροῒ [[κείρω]], [[κουρεύω]] [[μέχρι]] τοῦ δέρματος, Ἡρόδ. 4.175· ἐν χρῷ κεκαρμένος Ξεν. Ἑλλ. 1.7, 8· ἐν χρῷ κουριῶντας Φερεκράτ. ἐν Ἀδήλ. 69· - μεταφορ., ξυρεῖ γὰρ ἐν χρῷ τοῦτο, ἐγγίζει πολύ, Σοφ. [[Αἴας]] 786· ἐν χρῷ παραπλέειν, παραπλέειν πλησιέστατο [[μέχρι]] ψαύσεως, πρβλ. Λατ. radere, Θουκ. 2.84· ἐν χρῷ συνάπτειν μάχην, συνάπτειν μάχην ἐκ τοῦ [[συστάδην]], Πλουτ. Θησ. 27· ἡ ἐν χρῷ [[συνουσία]], στενὴ γνωριμία ἢ [[σχέσις]], (intus et in cute novi, Pers. Sat. 3. 30), Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 3· - [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γενικ., ἐν χρῷ τινος, πλησίον, πλησιέστατα [[πρός]] τι [[πρόσωπον]] ἢ [[πρᾶγμα]], τοῦ θώρακος Πλούτ. 2.345Α· τῆς γῆς Λουκιαν. Ἑρμότ. 5· - ἀπολ., ἐν χρῷ ([[ὡσαύτως]] γράφεται καὶ ὑφ’ ἓν ἐγχρῷ ἢ ἐγχρῶ), ἐγγύς, πλησίον Πλούτ. 2.925C, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 24, κ. ἀλλ.· ἴδε Ἐτυμ. Μέγ. 313.53, Ἡσύχ.· πρβλ. ἐγκυτί. ΙΙ. τὸ [[χρῶμα]] τῆς ἐπιδερμίδος, ἡ [[χροιά]], χρὼς τρέπεται, τὸ χρῶμά του μεταβάλλεται, γίνεται [[ὠχρός]], Ἰλ. Ν. 297., Ρ. 733, Ὀδ. Λ. 529· μελαίνετο δὲ [[χρόα]] καλὸν Ἰλ. Ε. 354· μεθίστη χρωτὸς ... φύσιν Εὐρ. Ἄλκ. 174· πρβλ. Ἴωνα παρ’ Ἀθην. 318Ε· τί χρὼς τέτραπται; ([[παρῳδία]] τραγικοῦ), Ἀριστοφ. Λυσ. 127· φεῦγε δ’ ἄπο χρὼς Θεόκρ. 23.13· σπάνιον ἐν τῷ πεζῷ Ἀττικῷ λόγῳ, ἐπὶ τῷ χρωτὶ μέγα φρονεῖν Ξεν. Συμπ. 4, 54, πρβλ. Οἰκ. 10, 5· ἀλλὰ σύνηθες παρὰ μεταγεν., [[οἷον]] παρὰ Πλουτ. 2) [[καθόλου]], [[χρῶμα]], ἀμείβων χρῶτα προφυρέᾳ βαφῇ Αἰσχύλ. Πέρσ. 317· τὸν χρῶτα μεταβάλλει ὁ [[χαμαιλέων]] Ἀριστ. περὶ Θαυμ. 30· χρὼς αἵματος Ὀρφ. Λιθ. 654. 3) μεταφ. ἐπὶ τοῦ ὕφους συγγραφέως, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 6.14. (Ὡςτὸ [[χρόα]], [[χροιά]], ἐκ τοῦ [[χράω]] Α, χραύω, ὃ ἴδε· - [[ἐντεῦθεν]] τὰ [[χρώζω]], [[χρωτίζω]]).
|lstext='''χρώς''': ὁ, γεν. χρωτός, αἰτ. χρῶτα· Ἐπικ. καὶ Ἰωνικ. γεν. [[χροός]], δοτ. χροΐ, αἰτ. [[χρόα]], ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ., πλὴν τῆς γεν. χρωτὸς ἐν Ἰλ. Κ. 575, αἰτ. χρῶτα Ὀδ. Σ. 172, 179, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 554· ὁ Πίνδ. ἔχει χρωτί, χρῶτα, Π. 1. 107, Ι. 4(3). 40. οἱ τύποι οὗτοι [[εἶναι]] [[ὡσαύτως]] συχνοὶ παρὰ τοῖς Τραγ., ἀλλ’ ἡ Ἰων. δοτ. χροῒ ἀπαντᾷ παρὰ Σοφ. Τραχ. 609, καὶ οἱ τύποι [[χροός]], χροΐ, [[χρόα]], [[εἶναι]] συχνοὶ παρ’ Εὐρ.· - ὁ Ἀττ. [[τύπος]] τῆς δοτ. χρῷ ἀπαντᾷ ἐν τῇ φράσει ἐν χρῷ, ἴδε κατωτ. Ι. 2, ἡ δὲ Σαπφὼ 2. 10 ἔχει συνῃρ. αἰτ. χρῶ (ἀνθ’ ἧς ὁ Ahrens προτιμᾷ τὴν γραφὴν χρῶν). Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] [[λίαν]] [[σπανία]] παρὰ τοῖς κωμ. καὶ τοῖς πεζογράφοις τῶν Ἀττ., ἴδε κατωτ., Κυρίως, ὡς τὸ [[χρόα]] ([[χροιά]]), [[χρῶμα]], σημαίνει τὴν ἐπιφάνειαν παντὸς σώματος, [[μάλιστα]] τοῦ ἀνθρωπίνου, δέρμα, ἐπιδερμίς, οὔ σφι [[λίθος]] χρὼς οὐδὲ [[σίδηρος]] Ἰλ. Δ. 510· καὶ γάρ θην τούτῳ τρωτὸς χρὼς Φ. 568· χρῶτ’ ἀπονιψαμένη Ὀδύσ. Σ. 171 ἀκρότατον δ’ ἄρ’ ὀϊστὸς ἐπέγραψε [[χρόα]] Ἰλ. Δ. 139 ταμέειν [[χρόα]] νηλέϊ χαλκῷ Ν. 501· [[ἐγχείη]] ... λιλαιομένη χροὸς ἆσαι Φ. 168· κακὰ χροῒ εἵματ’ ἔχοντα Ὀδ. Ξ. 506· μύροις ... χρῶτα λιπαίνειν Ἀναξίλας ἐν «Λυροποιῷ» 1· [[μάλιστα]] σημαίνει τὴν σάρκα, φθινύθει δ’ ἄμφ’ ὀστεόφι [[χρώς]] Ὀδ. Π. 145· οὐδὲ τί οἱ χρὼς σήπεται Ἰλ. Ω. 414, πρβλ. Τ. 33 (ἥτις [[χρῆσις]] λέγεται παρὰ Γαληνῷ ὡς ἰδιάζουσα εἰς τοὺς Ἴωνας συγγραφεῖς, πρβλ. Foës. Oec. Hipp.)· τὸ δέρμα τοῦ χρωτὸς Ἑβδ. (Λευ. ΙΓ΄ , 11, κτλ.)· - [[καθόλου]], τὸ [[σῶμα]] τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὀργανισμὸς [[αὐτοῦ]], Πινδ. Π. 1.107, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 192.6· χριμφθῆναι χροῒ ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 790· στεῖλαι νῦν ἀμφὶ χρωτὶ ... πέπλους Εὐρ. Βάκχ. 821, πρβλ. Σοφ. Τραχ. 605· - ὁ πληθ. χρῶτες ἀπαντᾷ ἐν Ἀριστ. Προβλ. 4.12, 1, διὰ τί ... οἱ χρ. ὄζουσι; [[ὡσαύτως]], κατεδήσαντο ... τοὺς ὑγιεῖς χρῶτας, ὡς τραυματίαι Διονύσ. Ἁλ. 9.50. 2) ἐν χροΐ, Ἀττ. ἐν χρῷ, πλησιέστατο πρὸς τὸ δέρμα, ἐν χροῒ [[κείρω]], [[κουρεύω]] [[μέχρι]] τοῦ δέρματος, Ἡρόδ. 4.175· ἐν χρῷ κεκαρμένος Ξεν. Ἑλλ. 1.7, 8· ἐν χρῷ κουριῶντας Φερεκράτ. ἐν Ἀδήλ. 69· - μεταφορ., ξυρεῖ γὰρ ἐν χρῷ τοῦτο, ἐγγίζει πολύ, Σοφ. [[Αἴας]] 786· ἐν χρῷ παραπλέειν, παραπλέειν πλησιέστατο [[μέχρι]] ψαύσεως, πρβλ. Λατ. radere, Θουκ. 2.84· ἐν χρῷ συνάπτειν μάχην, συνάπτειν μάχην ἐκ τοῦ [[συστάδην]], Πλουτ. Θησ. 27· ἡ ἐν χρῷ [[συνουσία]], στενὴ γνωριμία ἢ [[σχέσις]], (intus et in cute novi, Pers. Sat. 3. 30), Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 3· - [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γενικ., ἐν χρῷ τινος, πλησίον, πλησιέστατα [[πρός]] τι [[πρόσωπον]] ἢ [[πρᾶγμα]], τοῦ θώρακος Πλούτ. 2.345Α· τῆς γῆς Λουκιαν. Ἑρμότ. 5· - ἀπολ., ἐν χρῷ ([[ὡσαύτως]] γράφεται καὶ ὑφ’ ἓν ἐγχρῷ ἢ ἐγχρῶ), ἐγγύς, πλησίον Πλούτ. 2.925C, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 24, κ. ἀλλ.· ἴδε Ἐτυμ. Μέγ. 313.53, Ἡσύχ.· πρβλ. ἐγκυτί. ΙΙ. τὸ [[χρῶμα]] τῆς ἐπιδερμίδος, ἡ [[χροιά]], χρὼς τρέπεται, τὸ χρῶμά του μεταβάλλεται, γίνεται [[ὠχρός]], Ἰλ. Ν. 297., Ρ. 733, Ὀδ. Λ. 529· μελαίνετο δὲ [[χρόα]] καλὸν Ἰλ. Ε. 354· μεθίστη χρωτὸς ... φύσιν Εὐρ. Ἄλκ. 174· πρβλ. Ἴωνα παρ’ Ἀθην. 318Ε· τί χρὼς τέτραπται; ([[παρῳδία]] τραγικοῦ), Ἀριστοφ. Λυσ. 127· φεῦγε δ’ ἄπο χρὼς Θεόκρ. 23.13· σπάνιον ἐν τῷ πεζῷ Ἀττικῷ λόγῳ, ἐπὶ τῷ χρωτὶ μέγα φρονεῖν Ξεν. Συμπ. 4, 54, πρβλ. Οἰκ. 10, 5· ἀλλὰ σύνηθες παρὰ μεταγεν., [[οἷον]] παρὰ Πλουτ. 2) [[καθόλου]], [[χρῶμα]], ἀμείβων χρῶτα προφυρέᾳ βαφῇ Αἰσχύλ. Πέρσ. 317· τὸν χρῶτα μεταβάλλει ὁ [[χαμαιλέων]] Ἀριστ. περὶ Θαυμ. 30· χρὼς αἵματος Ὀρφ. Λιθ. 654. 3) μεταφ. ἐπὶ τοῦ ὕφους συγγραφέως, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 6.14. (Ὡςτὸ [[χρόα]], [[χροιά]], ἐκ τοῦ [[χράω]] Α, χραύω, ὃ ἴδε· - [[ἐντεῦθεν]] τὰ [[χρώζω]], [[χρωτίζω]]).
}}
{{bailly
|btext=χρωτός (ὁ) :<br /><b>I.</b> surface du corps humain, <i>d’où</i><br /><b>1</b> peau : [[ἐν]] [[χρῷ]] <i>ou</i> [[ἐν]] χροῒ κείρεσθαι HDT être tondu au ras de la tête;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> tout près de : [[ἐν]] [[χρῷ]] παραπλεῖν THC naviguer tout près du rivage;<br /><b>3</b> surface du corps recouvert d’un vêtement, d’une cuirasse : [[ἐν]] [[χρῷ]] [[τοῦ]] θώρακος PLUT sur la surface de la cuirasse;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i><br /><b>1</b> chair;<br /><b>2</b> corps, <i>particul.</i> les parties charnues du corps : τήκετο [[χρώς]] OD son corps s’épuisait par l’effet du chagrin;<br /><b>III.</b> couleur, <i>p. suite</i> :<br /><b>1</b> couleur du corps, carnation, teint : χρὼς τρέπεται IL, OD sa couleur change, il change de couleur;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> couleur <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' p. *χροῦς de [[χραύω]], de la R. ΧραϜ, Χρα, toucher ; cf. [[χρόα]].
}}
}}