Anonymous

οὐλόκερως: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_22)
(Bailly1_4)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''οὐλόκερως''': -ων, γεν. -ω ([[οὖλος]] Β) ὁ ἔχων στρεπτὰ ἢ καμπύλα κέρατα, Στράβ. 96.
|lstext='''οὐλόκερως''': -ων, γεν. -ω ([[οὖλος]] Β) ὁ ἔχων στρεπτὰ ἢ καμπύλα κέρατα, Στράβ. 96.
}}
{{bailly
|btext=ως, ων ; <i>gén.</i> ω;<br />dont les cornes sont recourbées <i>ou</i> tronquées.<br />'''Étymologie:''' [[οὖλος]]², [[κέρας]].
}}
}}