Anonymous

λιθόδερμος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_17)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐθόδερμος''': -ον, ἔχων λιθῶδες, στερεὸν δέρμα, Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 26 (ἔν τισιν Ἀντιγράφ.).
|lstext='''λῐθόδερμος''': -ον, ἔχων λιθῶδες, στερεὸν δέρμα, Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 26 (ἔν τισιν Ἀντιγράφ.).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />dont la peau <i>ou</i> l’écaille est dure comme une pierre.<br />'''Étymologie:''' [[λίθος]], [[δέρμα]].
}}
}}